Οδηγώ... και όλο πάω, ακάθεκτος συνεχίζω το θεάρεστο μου έργο, ένα έργο ψαξίματος και μιας ρεαλιστικής ουτοπίας αλλά χωρίς δεύτερες σκέψεις, ακόμη τραβάω. Ακολουθώ τον Ελληνισμό παντού, έχω βάλει σκοπό να αναζητώ τα χνάρια των προγόνων μας, ακολουθώ τον Ηρόδοτο, Πυθαγόρα, Παυσανία, Στράβωνα, Ξενοφώντα μέσα σε ηπείρους, μέσα σε χώρες, μέσα σε ναούς. Ναούς μεγαλόπρεπους, Ναούς όπου ο δωδεκάθεος δοξάστηκε, Ναούς που επικράτησαν στα μεγάλα θαύματα του κόσμου, Ναούς στου κόσμου τα απόμερα μέρη. Μέρη όπου ο Ελληνισμός άκμασε, εδραιώθηκε, άφησε πίσω του έργα. Έργα που ακόμα διδάσκονται, Έργα που ακόμα αντέχουν στον χωροχρόνο, Έργα που συνεχίζουν να θεωρούνται αριστουργήματα σε παγκόσμια κλίμακα. Και όσο αυτά έχω στο προσωπικό μου προσκήνιο, εγώ φτιάχνω ασταμάτητες διαδρομές στις χώρες του κοντινού μου κόσμου.
Αυτή την φορά «κυνηγώ» Γραικούς, Αχαιούς, Κορίνθιους, Λάκωνες, Δωριείς ακόμα και Βυζαντινούς που εγκαταστάθηκαν στην Ιταλία από τον 8ο αιώνα π.χ. μέχρι τον 15ο αιώνα μ.Χ. και έκτοτε έχουν δημιουργήσει την Μεγάλη Ελλάδα, την Magna Grecia. Χαμένοι στους αιώνες αυτοί οι Έλληνες της διασποράς που ανακάλυψαν πρόσφατα μέσα στην άγνοια τους, μέσα στην απομόνωση τους πάνω στα απόκρυφα και άγρια μέρη των βουνών Aspromonte με φόντο το μπλε του Τυρρηνικού πελάγους ότι εκτός από Γραικοί... είναι και Έλληνες. Γραικός, μια λέξη με χιλιοειπωμένη ερμηνεία και κάποτε με υποτιμητική διάσταση δοσμένη από τους Ρωμαίους, λέξη με Λατινικές ρίζες όπου επικράτησε εννοώντας τους Έλληνες.
“Anisce tin porta, na mbei o iglio”… αυτά τα απλά λόγια, ειπωμένα στα Γραικάνικα, ψάχνουμε να ακούσουμε
Απουλία, Καλαβρία και Σικελία θα υποδεχτούν τις ρόδες μου σ΄ ένα ακόμη ταξίδι με απώτερο σκοπό να συναντήσω, να συνομιλήσω μ΄ένα ακόμη παρακλάδι του Ελληνισμού. Ιστορικός δεν είμαι ούτε και θα γίνω αλλά μέσα από τους προορισμούς μου έχει γεννηθεί αυτή η έλξη, αυτό το πάθος... να ακολουθώ και να ψάχνω τα γεννοφάσκια μου, από που κρατά η σκούφια μου. Αυτοί οι ακαταπόνητοι πρόγονοι μου με βάζουν σε μπελάδες, τους ακολουθώ εδώ και κάποια χρόνια αλλά συνέχεια μου βγαίνουν νέες οδοί, νέοι προορισμοί κι εγώ να τους ακολουθώ γράφοντας ακατάπαυστα χιλιόμετρα στα κοντέρ των μηχανών μου.
...Μήγαρις έχω άλλο στο νου μου πάρεξ ελευθερία και γλώσσα, με τα ένδοξα λόγια του Διονύσιου Σολωμού αναρτημένα στον σύλλογο Ελλήνων στην Στερνατιά της Απουλίας, ξεκινώ ακόμη ένα οδοιπορικό με ηθικό ακμαίο…με άλλα λόγια «μες την τρελή χαρά». Ακμαίο γιατί τέτοιου είδους οδοιπορικά στην ιστορία, στην παράδοση και στην σχετικά παραδοσιακή μυθοπλασία με ανεβάζουν πολύ. Δεν θα ταξιδέψω στην Χώρα του Οζ αλλά το συναίσθημα με συνεπαίρνει να το βλέπω με την δική μου ματιά, μια ματιά που μονάχα εγώ απολαμβάνω και εγώ εκ των έσω το βλέπω να φαντάζει απίστευτα υπέροχο και σημαντικό.
“Για ποιο ταξίδι κίνησες να πας
να με θυμάσαι και να μ' αγαπάς
σου κλέβει η ανατολή μικρό φιλί” … ξεκινάμε κι εμείς το μικρό μας οδοιπορικό.
Από Τίρανα (αφετηρία) μέχρι λιμάνι Δυρραχίου 30 χλμ, φτάνουμε στις 7 βραδινή, μέχρι στις 8:30 ήμασταν τακτοποιημένη στην εξωτερική μας καμπινούλα, πρώτη φορά ταξιδεύω με πλοίο και «χλιδάτη» κατάσταση, πάντοτε την άραζα σε καρέκλα αλλά έλα που βλέπεις έχω μαζί μου την δασκάλα μου, τον τιγράκο μου, το ταίρι μου. Βέβαια η διαφορά τιμής καρέκλας και καμπίνας ήταν απίστευτα μικρή που θα ήταν βλακεία να μην την έπαιρνες. Το φέρρυ ξεκίνησε 11 το βράδυ αντί 10, το πέρασμα από ανατολική Αδριατική σε δυτική ήταν απόλυτα κάλμα κι έτσι ο ύπνος ήταν βαρύς και βαθύς.
Αποβιβαζόμαστε στην Βάρις ή Βάριον ή όπως όλοι ξέρουν, Bari, ώρα 8 πρωινή μπήκε λιμάνι το φέρρυ της Βεντούρις. Στα γρήγορα βγαίνουμε, ελέγχους στα γρήγορα και κινάμε νότια όπως λέει το μαραφέτι (GPS). Όμορφη πόλη, γουστόζικες πλατείες, βάζουμε ρότα για Απουλία, χωριά Ελληνόφωνα δίπλα από την πόλη Λουπίαι (Lecce). Αυτοκινητόδρομος για γρήγορη άφιξη μας στην Απουλία, η ζέστη αρκετή από νωρίς έδειχνε τι μέλλει γενέσθαι.
Στην Απουλία πρώτοι ήρθαν οι Μυκηναίοι. Οι μύθοι πολλοί για τον ερχομό των Μυκηναίων και μετά αυτών ακολούθησαν και άλλα φύλα ελληνικά. Εδώ, παραδόσεις και έθιμα παρόμοια με την όμορη επαρχία της Καλαβρίας. Πόλεις και χωριά πολλά με Ελληνικό όνομα, Καλημέρα – Καλλίπολη – Στερνατιά, μερικά από τα δεκάδες.
Περνάμε από το Βρεντέσιον (Brindisi) αλλά δεν σταματάμε, θέλουμε να φτάσουμε το συντομότερο στα χωριά Καλημέρα, Στερνατιά και Martignano (Μαρτινιάνα). Ο αυτοκινητόδρομος όπως πάντα ανιαρός, βαρετός και με οπτική ματιά κάπως αδιάφορη τα χιλιόμετρα δύσκολα κυλούν, μην ξεχνάμε και τον ήλιο να ανεβάζει θερμοκρασίες μέχρι και 38 βαθμούς. Στάσεις στα σίγουρα αρκετές για υγρά, ανθρώπινα κυρίως μπας και ρίξουμε θερμοκρασίες. Μέχρι το Lecce ήδη ήμασταν κουρασμένοι παρά τα σχετικά λίγα χιλιόμετρα (150 χλμ) που καλύψαμε. Στάση για δροσιά και η σκέψη εξωτερικεύτηκε, να αφήσουμε πίσω κάτι, δεν χρειάζεται να κάνουμε και τα 3 χωριά, ας πάμε στο πιο σημαντικό… κι έτσι έγινε, πάμε Στερνατιά.
Μέσα σε καθαρά μεσογειακό σκηνικό με ελαιώνες κυρίως οδηγάμε στους δευτερεύοντες δρόμους με την ζέστη να μην μας αφήνει ήσυχους. Μπαίνουμε στο χωριό κοντά στις 12:30 με αφόρητη ζέστη, κάνουμε 2-3 γύρες στους άδειους κυριολεκτικά δρόμους και καταλήγουμε στην πλατεία του χωριού με μια καφετέρια ανοικτή να μας υποδέχεται. Η Σούλη άμεσα στην καλοδεχούμενη κρύα κατάσταση του αέρα κοντίσιον κι εγώ σαν Σπαρτιάτης περπατώ το χωρίο για να το δω, να βρω τους Γραικούς.
Κατάλαβα σύντομα ότι όλοι είναι κλεισμένοι σπίτια τους, άνθρωπο δεν είναι, ψυχή δεν συνάντησα έτσι κι΄εγώ επιστρέφω στην καφετέρια για λίγη δροσιά.
Πάω να παραγγείλω, 2 γυναίκες εκεί, με ρωτάει μια αν είμαι Ιταλός και απαντώ στην γλώσσα της ότι είμαι Έλληνας από Κύπρο, η μια τότε κάπως ενθουσιάζεται και παίρνει τηλέφωνο, μιλάει λίγο και μου το δίνει. Ένας άντρας μου μιλάει με λίγο σπασμένα Ελληνικά, μου λέει ότι είναι της Ελληνικής κοινότητας και θα ήθελε πολύ να με συναντήσει και να με γνωρίσει στον σύλλογο αλλά μετά, μετά από 3-4 ώρες. Του είπα ότι όντως είναι τώρα ώρα ακατάλληλη αλλά δεν μπορούσα να επιστρέψω. Ανταλλάξαμε λίγες ζεστές κουβέντες του τύπου – είστε πάντοτε ευπρόσδεκτοι εδώ στα μέρη μας, θα ήταν ωραία να είχαμε την ευκαιρία να τα πούμε από κοντά – και κλείσαμε το τηλέφωνο. Πήρα μάτι το όνομα του από το τηλέφωνο της κοπελιάς, Γιάννης με ένα Ιταλικό επίθετο. Μίλησα με Γραικό, την άκουσα αυτή την άλλη Ελληνική διάλεκτο έλεγα μέσα μου και στην Σούλη και φυσικά λυπήθηκα τόσο που δεν θα μπορούσαμε να είχαμε την ευκαιρία να μας ξεναγήσει ένας Γραικός στα μέρη του, πραγματικά λυπήθηκα πολύ. Στον σύλλογο Ελληνόφωνων θα βλέπαμε και το ρητό του Διονύσιου Σολομού που περήφανα έχουν αναρτήσει εκεί οι ντόπιοι Γραικοί της Απουλίας… Μήγαρις έχω άλλο στο νου μου πάρεξ ελευθερία και γλώσσα. Αυτό δείχνει την αγάπη των κατοίκων προς τον Ελληνισμό, δείγμα αγάπης… παντοτινής.
Καθίσαμε λίγο ώστε να πέσουν οι εσωτερικές θερμοκρασίας τύπου κίτρινου πυρετού και φεύγουμε με τελικό προορισμό την Καλλίπολη. Στο ίδιο σκηνικό, ελαιώνες, διανύουμε τα χλμ και που δεν πολυαργεί να φτάσουμε. Μικρή πόλη με αρκετό τουρισμό θα έλεγα και με μια μικρή μύτη στην άκρη σαν χερσόνησος όπου βρίσκετε η παλιά πόλη.
Η Καλλίπολη ιδρύθηκε από τον Ιδομενέα της Κρήτης. Διώχθηκε από το νησί μετά τον Τρωικό πόλεμο και ήρθε στην Απουλία.
Το απογευματάκι σίγουρα μας βρήκε να γυρνάμε τα στενά της παλιάς πόλης χαζεύοντας τα πέριξ. Τα σοκάκια της όμορφα με αρκετά μικρά μαγαζάκια και όπως το Ελληνικό στοιχείο, οι κάτοικοι του να κάθονται έξω στο δρόμο να μιλάνε. Ένας στενός δρόμος περιτριγύριζε τον όλο χώρο βαλμένος στα ενδότερα των τειχών με φόντο το Ιόνιο πέλαγος. Όσο από τιμές φαγητού, όλα άνω των 10 ευρώ/πιάτο. Μόνο οι πίτσες είναι πιο φτηνές. Κι΄εμείς φυσικά σαν καλοί τουρίστες την αράξαμε εκεί να φάμε μέχρι να έρθει η ώρα του Μορφέα.
Ξύπνημα κατά τις 8 και αφήνουμε το δωμάτιο που νοικιάσαμε άμεσα, πρόσω ολοταχώς για Τάραντο και πρωινό. Ανάμεσα στους δρόμους της Grecia Salentina προσπαθούμε να φτάσουμε εκεί.
Η Grecia Salentina είναι διοικητική περιφέρεια της Απουλίας και αποτελείται από 11 πόλεις και έχει ιδρυθεί από Γραικούς το 1966 και ο λόγος της ύπαρξης της είναι να κρατηθούν η γλώσσα, ήθη, έθιμα και παραδόσεις.
Ανάμεσα από πολλά χωριά η διαδρομή με αρκετή κίνηση μας εκνευρίζει και επίσης μας καθυστερεί την άφιξη μας στο Τάραντο για καφεδάκι και κάτι να τσιμπήσουμε. Μέχρι να φτάσουμε στην πόλη η θερμοκρασία άρχισε να μπαίνει κόκκινα. Βρίσκουμε ένα ωραίο καφέ καλυμμένο με πολλά δέντρα στην παραλιακή οδό και την αράζουμε, ακριβώς από κάτω θάλασσα, το Ιόνιο, με άπλετη θέα του μπλε.
Το Τάραντο ή Τάραντας ιδρύθηκε από τους Δωριείς Σπαρτιάτες το 706 π.χ. μετά από χρησμό του μαντείου των Δελφών για τον προορισμό της νέας τους αποικίας. Το όνομα Τάραντας είναι προς τιμήν του ήρωα και γιού του Ποσειδώνα, καρπός έρωτα με μια νύφη από την περιοχή εδώ. Ο Τάραντας είναι γνωστός για την υψηλή κεραμική τέχνη που τα αγγεία αυτά ονομάζοντας «Βασιλικές».
2 καφέδες, 2 σάντουιτς και 1 μπουκάλι νερό… 18 ευρώ. Μάλλον για την θέα πλήρωσα του Ιονίου και απέναντι το σιντριβάνι που έτρεχε σαν τρελό, δεν γίνετε αλλιώς, δεν μπορεί να πλήρωσα 18 ευρώ για τα πιο πάνω. Καβαλάμε τον Τίγρη και την κάνουμε μπας και θυμηθούν να μας χρεώσουν επιπλέον την θέα επειδή εγώ κοίταξα 2 φόρες προς το Ιόνιο…!!!!
Βγαίνοντας απ΄την πόλη, η παλιά πόλη, με ενδιαφέρουσα άποψη, το ενετικό κάστρο και κολώνες Δωρικού τύπου το ένα απέναντι στο άλλο, δεν σταματάμε και συνεχίζουμε για επόμενη επίσκεψη. Η διαδρομή απλοϊκή, στο βάθος αριστερά μας η θάλασσα και εμείς πλέον οδηγάμε σε αυτοκινητόδρομο με ήρεμους ρυθμούς, αχχχχχ αυτή η βαρεμάρα. Δοκιμάσαμε να βγούμε και να πάρουμε πιο παραλιακό δρόμο και επαρχιακό ώστε αυτή η ανία να μας αφήσει ήσυχους αλλά και τις 2 φορές έβγαζε σε αδιέξοδο, κατακρίβειαν σε οργανωμένες παραλίες μας έβγαζε ο δρόμος που δεν είχε συνέχεια.
Ευτυχώς ο επόμενος σταθμός μας το Μεταπόντιο πολύ κοντά, βγαίνουμε στην έξοδο του και πάμε. Φτάνουμε στο μουσείο και εκεί ρωτάμε που είναι ο αρχαιολογικός χώρος, τελικά βρίσκετε στην αντίθετη κατεύθυνση γύρω στα 5 χλμ, πάμε. Ο χώρος δεν λέει και τίποτα, αραδιασμένα λίγα αετώματα, απομεινάρια κολόνων, ένα μικρούτσικο θέατρο και τίποτα άλλο, τα καλύτερα θα είναι στο μουσείο μάλλον.
Το Μεταπόντιο ιδρύθηκε τον 7ο αιώνα π.χ. από τους Αχαιούς και η πόλη έχαιρε λιμάνι μεγάλης εμπορικής σημασίας. Η μυθολογία μας εδώ βάζει να γεννιούνται οι δίδυμοι γιοι του Ποσειδώνα, Αίολος και Βοιωτός. Η πόλη φιλοξένησε τον Πυθαγόρα τον 6ο αιώνα π.χ. και έγινε χώρος συνάντησης των Πυθαγορείων, ομάδα φιλοσόφων της εποχής με αρχηγό τον Πυθαγόρα, οι οποίοι εκδιώχθηκαν από την πόλη Κρότωνας.
Τραβάμε λίγα βίντεο, βλέπουμε λίγο τον χώρο και συνεχίζουμε μέσα στον άχαρο ηλιοκαμένο δρόμο μας για Κρότωνα ή Crotone. Ο Θεός ήτανε, οι Δωδεκάθεοι, Άγγελοι ήτανε… όποιος και αν ήταν, μας αγαπάει πολύ είμαι σίγουρος. Τέλος αυτοκινητοδρόμου ακριβώς δίπλα από την θάλασσα και με όμορφο τοπίο όπως επίσης και όμορφη παραλία, σταματάμε χωρίς δεύτερες σκέψεις, βγάλαμε στολές, μαγιό και μπλουυυυυυυμμμμμμμμ στα όμορφα και δροσερά νερά. Καταλαμβαίνετε τι είδους κραυγές βγάζαμε σαν πρώτο-νιώσαμε την δροσιά του θαλασσινού νερού…. οι λουόμενοι εκεί δίπλα θα έλεγαν «τι βουνίσιοι πρέπει να αυτοί, θα είναι η πρώτη φορά που κολυμπούν σε θάλασσα».
Εκεί κάτω απ΄την ομπρέλα βγαίνει και μια νέα απόφαση, διανυκτέρευση κάπου στα επόμενα 80-100 χλμ, και ο κλήρος πέφτει στο Corigliano Calabro. O Κρότωνας ας περιμένει αύριο.
Παίρνουμε όσους κουβάδες δροσιάς μαζέψαμε και συνεχίζουμε, δρόμος SS106 που φτάνει μέχρι το Ρήγιο (Reggio di Calabria). Παραθαλάσσια όμορφη διαδρομή συνοδευμένη με πράσινο μας κάνει πλέον την ζωή ευκολότερη.
Οδηγούμε σε χαλαρούς ρυθμούς τον βαρυφορτωμένο Τίγρη, χαμογελαστοί και δροσεροί πλέον με τα μάτια μας ξεκούραστα να περιεργάζονται αυτά που διαπερνούμε, χωριά, μικρές πόλεις κυρίως με τουριστικό χαρακτήρα. Ντιγκ το μαραφέτι τώρα, βλέπω ότι σε 2 χλμ στρίβω αριστερά για αρχαιολογικό χώρο του Σύβαρης… το ξέχασα ότι ακόμα δεν τελειώσαμε επισκέψεις για σήμερα. Μπαίνω λοιπόν στην έξοδο, παρκάρουμε στο μουσείο εκεί αλλά ο αρχαιολογικός χώρος είναι παραπέρα πάλι, αγόρασα όμως εισιτήριο έτσι προχωρώ για τον αρχαιολογικό χώρο. Πήρα τα ποδαράκια μου, η Σούλη δεν είχε αντοχές, είπαμε η ζέστη και υγρασία στα κόκκινα, έτσι φτάνω στον χώρο. Μια μικρή πόλη με τοίχους σπιτιών, λίγες χαμηλές κολώνες και όλα μαζί έπαιρναν μαζί περίπου 3-4 οικόπεδα, άσε που οι Ιταλοί σε αφήνουν να μπεις στους αρχαιολογικούς χώρους και να βλέπεις από απόσταση. Πήρα τα βιντεάκια μου, είδα λίγο το χώρο και πίσω για να συνεχίσουμε.
Η πόλη Σύβαρης ιδρύθηκε περίπου το 720 π.χ. από Αχαιούς και Ίωνες. Από την εύφορη γη και τοποθεσία της πόλης, σύντομα είδε ευμάρεια κάνοντας της μια από τις πλουσιότερες της Ιταλίας. Στοιχεία λένε ότι η πόλης αριθμούσε ακόμα και 100,000 κατοίκους. Η αγάπη των κατοίκων της για την καλή ζωή και τις απολαύσεις της ζωής έμεινα στην ιστορία με τον όρο Συβαριτισμός.
Είμαστε πολύ κοντά από προορισμό ημέρας, το δωμάτιο που νοικιάσαμε ήταν μεταξύ του Corigliano Scalo και Corigliano Calabro. Μέσα σε μια έκταση γεμάτο πορτοκαλεώνες και λοιπά εσπεριδοειδή δέντρα βρισκόταν αυτό το μεγάλο σπίτι που το διοικούσε ο Αλφόνσο και μαζί μάλλον η μητέρα του. Αράζουμε στο δωμάτιο με την βεράντα μας να βλέπει το πολύ όμορφο Corigliano Calabro να κείτεται πάνω σ΄ένα λόφο. Ο Αλφόνσο έκανε ότι είναι δυνατόν για μια άνετη και δροσερή διαμονή στο κατάλυμα του έτσι κι΄εμείς αρακτοί στην βεράντα του 1ου ορόφου απολαμβάνουμε την στιγμή.
Μάσα τάιμ, τα καημένα μας στομαχάκια άρχισαν να κελαηδούν, ρωτήσαμε τον Αλφόνσο που να πάμε για φαγητό και μας είπε προς παραλιακάς πλευράς, στο Schiavonea. Σε μια δεύτερη σκέψη είπαμε να πάμε στο Corigliano Calabro που είναι και ποιο κοντά, ο Αλφόνσο μας είπε ότι έχει 2 εστιατόρια. Ξεκινήσαμε, γύρω στις 7 δειλινή, καθώς κοντεύαμε στο Corigliano Calabro φάνταζε υπέροχο, στάσεις για φώτο αναγκαίες. Μπαίνοντας όντως εντυπωσιακό, αμφιθεατρικά κτισμένο με σοκάκια και πέτρινες οδούς με αρκετή κλίση, τα σπίτια με αρχιτεκτονική την επαρχιακή Ιταλική, οδηγούμε τα στενά του με την κάμερα χωρίς σταματημό να τραβάει κάθε σκηνή που έβλεπαν και τα μάτια μας συντοχρόνως. Εκεί όμως λόγω το ψηλών κτιρίων και των στενών οδών, η ζέστη έμενε «μέσα», όταν βρήκαμε και το 1 εστιατόριο κλειστό τότε φύγαμε για παραλιακά όπως αρχικά μας συνέστησε ο Αλφόνσο.
Κίνηση, βαβούρα μέχρι την παραλιακή οδό για ανεύρεση κάποιου εστιατορίου/ταβέρνας για εκγύμναση άνω και κάτω γνάθων. Αυτό αποβαίνει έργο δύσκολο μέσα σ΄όλη την τρελή κατάσταση από χιλιάδες αυτοκίνητα και ορδές ανθρώπινες. Μετά από τουλάχιστον 40 λεπτά διαλέγουμε ένα. Κατεβαίνουμε γοργά γοργά για υγρά άμεσα, καθόμαστε και ένας άντρας λίγο κοντός και αρκετά κουνιστός με λεπτή φωνούλα και με 2-3 χρώματα στα μαλλιά του, αλλά με ευγένεια και ζωντανή διάθεση, έρχεται άμεσα για παραγγελία. Του λέω σαν λαχανιασμένος και κυνηγημένος μαζί, ΑΜΕΣΑ ΜΠΥΡΑ, ΠΑΓΩΜΕΝΗ ΤΣΑΚΡΗ όπως λέμε στην Κύπρο, τώρα σε ποια γλώσσα το είπα δεν θυμάμαι αλλά ο τύπος το κατάλαβε (ίσως έκανε μετάφραση η Σούλη που μιλάει Ιταλικά). Το μεγάλο μπουκάλι μπύρας αδείασε στο επόμενο λεπτό με το κουνιστό γκαρσόνι να με βλέπει… περίεργα. Το μενού όπως πάντα το ίδιο, ΠΙΤΣΑ, ΜΑΚΑΡΟΝΑΔΕΣ ΚΑΙ ΡΙΖΟΤΟ… άρχισα να παίρνω ανάποδες, Αχ ρε Ελλάδα και Κύπρος με τις ατέλειωτες επιλογές σου.
Βρείτε τη φάγαμε - στρογγυλή με φύλλο, τυρί, ντομάτα, πιπεριές, πέστο, ελιές και μανιτάρια - ρε παιδιά είστε όλοι σαΐνια του Χάρβαρντ βλέπω. Ας ήταν καλά η πολύ παγωμένη μπύρα αλλιώς θα την έκανα Frisbee (αυτήν την αμερικανιά σαν ούφο από πλαστικό που την πετάνε ο ένα στον άλλο σαν χαζά). Την έφαγα όλη απλά για να γεμίσω το καημένο μου στομαχάκι που όλο μπούρδες τρώει εδώ.
Μέσα σε δροσιά που ερχόταν από το μεγάλο περβόλι του Αλφόνσο κοιμηθήκαμε σαν καλά μικρά ήσυχα αγγελάκια (ποιος παραπονέθηκε για την θορυβώδες με μη αποσιωπητικά ξυλοσχιστική στο δωμάτιο μου ???)
Πρωινή πάλι με την δροσούλα και κάτω στον κήπο με δέντρα τριγύρω μας σ΄ένα λιτό αλλά όμορφο χώρο για πρωινό. Ιταλικά κρουασάν, μαρμελάδα, βούτυρο, βραστό αυγό (τα τυριά είτε είναι είδος πολυτελείας εδώ ή δεν φτιάχνουν στην χώρα γιατί σε κανένα πρωινό δεν είδα) και χυμό που ο Αλφόνσο με υπερηφάνεια μας το έριξε - φτιαγμένος από φρέσκα φρούτα του περβολιού μου – είπε. Εγώ ποτέ δεν πίνω έτοιμους συσκευασμένους χυμούς, μόνο φρέσκους (λόγω καταγωγής και αριστοκρατικού υπόβαθρου ένα πράμα), αυτός όμως δεν μου φαίνεται φρέσκος καθόλου, στις μικρό-απατεωνιές οι μακαρονάδες έχουν νόμπελ.
Τελειώσαμε το σούπερ υγιεινό πρωινό που μας σέρβιραν στον επίγειο παράδεισο των εσπεριδοειδών και φεύγουμε. Συνεχώς είμαστε στον SS106, ευτυχώς τώρα είναι 2 λωρίδων και έτσι η ανία με την βαρεμάρα μαζί, έφυγαν. Ελαιώνες ακόμα μαζί μας θέλοντας να μας τονίσουν την γεωγραφική θέση που είμαστε, μπας και ξεχαστούμε.
Πλέον η διαδρομή γλύφει την θάλασσα, στο βάθος βουνοκορφές και όντως έτσι έγινε, δίπλα τα βουνά και εμείς πλέον δροσεροί και ωραίοι οδηγούμε τον καημένο βαρυφορτωμένο τίγρη σε πολύ ρηλάξ ρυθμούς με την κάμερα να τραβάει εικόνες της επαρχίας της Καλαβρίας πλέον.
Στην Καλαβρία οι Έλληνες ήρθαν γύρω στον 8ο αιώνα π.χ. και έκτισαν πρώτα τις πόλεις Ρήγιο (Reggio Calabria), την Σύβαρης και τον Κρότωνα (Crotone). Οι πρώτοι Έλληνες ήταν οι Οινωτροί (αυτοί που κατασκευάζουν κρασί), μια Ελληνική φυλή από την σημερινή Αρκαδία στην Πελοπόννησο, όπως μας λέει η Ελληνική μυθολογία μέσω του Παυσανία και άλλους αρχαίους ιστορικούς. Εδώ τους έφερε ο Βασιλιάς τους ο Οίνωτρος και γι΄ αυτό η ετυμολογία Οίνωτροι. Κατά τους Αριστοτέλη και Θουκυδίδη σε γραπτά τους, ένας άλλος βασιλιάς των Οινωτρών, ο Ιταλός, πήρε το όνομα της η χώρα και οι κάτοικοι της την τότε εποχή. Έκτοτε, μέσα στους αιώνες, η Καλαβρία γέμισε με Ελληνικές αποικίες μέχρι που ήρθαν τον 5ο αιώνα π.χ. οι Λευκανοί (Ιταλικό φύλο). Πολλές Ελληνικές φυλές ακολούθησαν όπως οι Αχαιοί, Δωριείς κ.α.
Όσο κοντεύουμε Κρότωνα το τουριστικό μοτίβο μεγαλώνει, παραλίες, εγκαταστάσεις γίνονται πιο συχνές. Επίσης, πλέον οι ελαιώνες λιγόστεψαν αλλά έκαναν την εμφάνιση τους αμπελώνες. Οινοποιία εμφανίστηκαν επίσης δηλώνοντας ότι η περιοχή έχει παραγωγή.
Ο Κρότωνας δεν πολυαργεί, μπαίνουμε στην πόλη, βάζουμε σημάδι στο περίπου που είναι το κέντρο και ειδικότερα το ιστορικό και τραβάμε νότια της πόλης για Ιερό της Ήρας όπως επίσης και η τοποθεσία του καταλύματος μας. Τουρισμός και εγκαταστάσεις γεμάτος ο παραλιακός δρόμος με ονομασία Magna Grecia, εμείς καλύπτουμε τα 12 χλμ μέχρι το Ιερό. Παρκάρουμε μηχανή όσο πιο κοντά βρήκαμε, μεσημέρι πλέον και το θερμόμετρο στα ύψη. Περπατούμε την ξύλινη οδό, καθώς προσεγγίζουμε μαζεύουμε και λίγα ξερά αγριόχορτα για να κάνουμε σπονδή στην θεά μπας και μας δώσει καμιά 20 χρόνια πίσω. Φτάνουμε εκεί αλλά σε απόσταση άνω των 50 μέτρων, λέω θα περάσουμε το σιδερένιο πλέγμα και να πάμε εκεί για να κάνουμε την σπονδή, μόλις περνάω το πλέγμα αρχίζει να ακούγετε ένας δυνατός ήχος από κάποια μεγάφωνα, μου χρειάστηκε λίγα δευτερόλεπτα να αντιληφθώ ότι ο δυνατός ήχος είναι από συναγερμό που βάλανε οι πιτσαδόροι ή μακαρονάδες, όποιο θέλετε πάρτε απ΄τα δύο, για να αποτρέπουν τον κόσμο να κοντεύει στην κολώνα. Πάνε τα 20 χρόνια νεότητας μας… οϊμέ Θεά Ήρα, λυπήσου εμάς τα ταπεινά σου τέκνα και βοήθησε ημάς να βρούμε σταγόνες νιότης και πάλι. Αρχ..δια μπλε έλεγε και ο αείμνηστος Χάρυ Κλύν, αυτά πήραμε και σκάσαμε.
Το ιερό Λακινίας Ήρας όπου ο Αννίβας αφιέρωσε επιγραφή για την εισβολή του στην Ιταλία. Από το Ηραίο Δωρικού τύπου μόνο αυτή η κολώνα σώζεται ύψους 8.2 μέτρων. Η λέξη Λακινία φαίνεται να προέρχεται από ένα Λακωνικό ακρωτήρι που η Θέτις της έδωσε σαν δώρο. Άλλος μύθος λέει ότι ο Ηρακλής για να εξιλεωθεί που σκότωσε τον ήρωα Λακίνιο, έκτισε τον ναό αυτό.
Παραπέρα, σε απόσταση 30 μέτρων περίπου απ΄την αντίθετη μεριά είναι και κάποια σαν τείχη, αυτά είναι η βάση του στεκόταν ο ναός.
Πάμε για το δωμάτιο μας, όνομα καταλύματος Magna Grecia. Δρόμοι παρακάτω είχαν ονομασίες Μεταπόντιο, Ποσειδώνια, Σύβαρης, Νάξος δείχνοντας έτσι την Ελληνικότητα που κάποτε είχαν τα μέρη αυτά. Το δωμάτιο πολύ ωραίο, φιλικός ιδιοκτήτης. Βάζουμε μαγιό, σαγιονάρες, παρεό, λάδια, ξύδια, πετσέτες, φουσκωτά, κουβαδάκια και άμεσα στην παραλία που όπως μας είπε και ο ιδιοκτήτης είναι απόσταση με τα πόδια. Έτσι κι΄εμείς κουνιστοί λυγιστοί βάλαμε ρότα. Κατεβαίνουμε τα λίγα σκαλοπάτια και μπαίνουμε δεξιά δίπλα από κάτι ξύλινα σπιτάκια, βλέπαμε οικογένειες να τρώνε, κατσαρόλες στα τραπέζια, μυρωδιές από φαγητά γέμιζαν την ατμόσφαιρα, άλλοι βλέπανε τηλεόραση… μα τι γίνετε εδώ? Τελικά ο χώρος ήταν σπιτάκια εξοχικά που ενοικίαζαν οικογένειες, σχεδόν μπήκαμε στα σπίτια τους… καλά θα ήταν να φάμε και τίποτα τις προκοπής αλλά κανείς δεν μας κάλεσε. Τελικά η παραλία ήταν γι΄αυτούς, κουνιστοί και λυγιστοί πήγαμε πίσω και πήραμε μηχανή. Βρήκαμε μια παραλία κοντά στην πόλη μ΄ένα καφενείο εκεί έτσι την αράξαμε. Μέχρι να πάρουμε κανένα κατουροζούμι (Ιταλικός καφές που δεν μπορεί να συγκριθεί με το παγωμένο Φραπέ εν θερινής σεζόν) άρχισε να φυσάει. Πήραμε και από 1 σάντουιτς και φύγαμε για φιέστα και σιέστα.
Απόγευμα γύρες στην πόλη, καθαρότερη συμφωνήσαμε και οι 2 μας από άλλες πόλεις. Βρήκαμε τον παραλιακό, παρκάραμε τον Τίγρη και πήραμε τα καλά μας ποδαράκια. Σουλατσάρουμε σαν ντόπιοι χέρι με χέρι, σ΄ένα τοίχο αναρτημένες διάφορες εικονογραφίες λένε την ιστορία της Μεγάλης Ελλάδας με χάρτες και κείμενα, είναι φανερό ότι στην περιοχή καλά ξέρουν και κυρίως αναγνωρίζουν πως ο Ελληνισμός είναι εδώ έκτοτε… αυτό δεν το περιμέναμε. Είδαμε και διαβάσαμε όλα αυτά τα αναρτημένα στον τοίχο μπας και χάσουμε καμιά πληροφορία, ήταν αρκετό διδακτικό στο τέλος, άξιζε η όλη στάση εκεί.
Ο Κρότωνας ήταν αποικία των Αχαιών και ιδρύθηκε το 710 π.χ. περίπου. Ο Πυθαγόρας ήρθε και έζησε δίνοντας στην πόλη αίγλη. Ιδρυτής της πόλης φαίνεται να είναι ο Μίσκελλος από τις Ρύπες της αρχαίας Αχαΐας.
Περπατήσαμε τον παραλιακό ως άκρη, βρήκαμε κι΄ένα ωραίο εστιατόριο με φόντο την θάλασσα και άμεσα… τι άλλο, ΜΠΥΡΑ ΤΣΑΚΡΗ. Από φαγητό, καλά κρατάει το ζυμαρικό. Ο ήλιος έδυε, τα χρώματα όμορφα στον ορίζοντα πριν παραδοθεί η μέρα στην νύκτα κι΄εμείς όπως πάντα εκεί να τα χαζεύουμε.
Τα τζιτζίκια τραγουδούσαν έντονα κι ας είναι ακόμα πρωί, αυτό δείχνει ότι μια ακόμη ζεστή μέρα μας περιμένει στην γωνία σαν δήμιος. Το πρόγευμα μας ήταν βαλμένο σε προκαθορισμένο χώρο στην κουζινούλα, το βάλαμε σε δίσκο και βγήκαμε στον πράσινο χαριτωμένο κήπο του καταλύματος για να το απολαύσουμε καλύτερα. Μονάχοι στο χώρο με τα κρουασάν τύπου 7Days, μικρά συσκευασμένα κέικ, συσκευασμένα μπισκότα, φρυγανιές κι΄αυτές σε σακουλάκι και κάτι μαρμελάδες, μασουλάμε το μεταλλαγμένο βιομηχανικό μας υγιεινό πρωινό κολατσιό… ας είναι, κάποια δεν είχαν τίποτα, ούτε καφέ.
Φορτώνουμε και την κάνουμε για ακόμη πιο νότια, στα πιότερα της Καλαβρίας. Οι αμπελώνες άρχισαν να χάνονται και οι ελαιώνες να ξαναπαίρνουν την θέση τους. Τα βουνά του Aspromonte πιο εμφανές στο σκηνικό, αρκετές φορές οδηγούμε δίπλα απ΄το κύμα κι΄αυτό μας δροσίζει, μας δίνει μια δόση ανακούφισης στα ηλιοκαμένα πρόσωπα μας.
Πρώτη στάση ημέρας σ΄ένα καφέ, ψάχνουμε για κατάλυμα της επερχόμενης βραδιάς μας και πέφτουμε στο La Greca, στο χωριό Condofuri. Όταν είδα φώτο με μαγειρεμένο φαγητό, κρεατικά, μπιφτέκια, σαλάτα με κόκκινες ντομάτες… τρελάθηκα. Το κλείσαμε άμεσα μετά βέβαια από ένα μικρό έλεγχο σχολίων, φώτο και υπηρεσιών. Τους έγραψα επίσης ότι το βράδυ θέλουμε ΕΚΕΙ να φάμε την ντόπια τους Καλαβρέζικη διαφημισμένη στην σελίδα τους γαστρονομία. Έπλεα σε πελάγη ευτυχίας που θα φάω κάτι νορμάλ, κάτι σπιτίσιο, κάτι διαφορετικό όπως επίσης και για το ότι θα μέναμε εκεί, στους πρόποδες τους νότιου-
ανατολικού Aspromonte όπου τα πλείστα χωριά είναι γεμάτο Γραικούς. Έτσι κι΄αλλιώς είχα ήδη σχεδιασμένη διαδρομή να τα κάνουμε αυτά τα χωριά… όλα έβαιναν πρίμα.
Περνάμε κοντά από το Catanzaro, Κατανθέρος στα ελληνικά, πρωτεύουσα της επαρχίας της Καλαβρίας. Παρόλο που και εδώ είναι μια αρχαία Ελληνική αποικία με δεσπόζουσα θέση το πανεπιστήμιο της Μεγάλης Ελλάδας και ερείπια ελληνιστικής πόλης, δεν σταματάμε. Είναι όλα εδώ τόσο άρρηκτα συνδεδεμένα με την Ελλάδα και τους Γραικούς που αν θέλαμε να τα δούμε όλα έπρεπε να έχουμε 1 μήνα στην διάθεση μας.
Φτάνουμε στην Καυλωνία, παιδιά αρχαιολογικός χώρος είναι – σοβαρευτείτε και λίγο. Κατεβαίνουμε αλλά ο χώρος κλειστός, παίρνουμε άλλη οδό παραπλεύρως και πάλι όλα κλειστά.
Η Καυλωνία είναι μια αρχαία Αχαϊκή πόλη που ιδρύθηκε πριν τον 6ο αιώνα π.χ. από τον Τύφωνα. Το εμπόριο πρέπει να ανθούσε την τότες εποχή γιατί στην πόλη βρέθηκαν μεγάλες ποσότητες νομισμάτων.
Απογοητευμένοι αφήνουμε πίσω την αρχαία αυτή σημαντική πόλη και συνεχίζουμε προς τους μυθικούς Γραικούς με προγραμματισμένη στάση στην Βούα Μαρίνα (Bova Marina) για μπανάκι πριν μπούμε για το ορεινό Condofuri. Σε κοντινή απόσταση μια άλλη πολύ σημαντική αρχαία πόλη, Επιζεφύριοι Λόκροι. Μόλις βγήκαμε από των 2 λωρίδων δρόμων άμεση στάση για εφοδιασμό νερού, πλέον δεν παλεύεται αυτή η ζέστη συνδυασμένη με αποπνικτική υγρασία. Βάζουμε την μεγάλη μπουκάλα στην αλουμινένια μπακαζιέρα ώστε να την κρατά δροσερή και πρόσω ολοταχώς στο θέατρο. Ο χώρος κλειστός και πάλι αλλά το θέατρο και κάποια μισογκρεμισμένα κτίσματα ήταν πολύ ορατά, παρκάραμε κάτω από κάτι τεράστιες αιωνόβιες ελιές για φυσική σκιά και σχετική δροσιά.
Η πόλη κτίστηκε το 679 π.χ. από το Ελληνικό φύλο των Λοκρών που ζούσαν στην κεντρική Ελλάδα. Ήρθαν εδώ στο 2ο κύμα Ελληνικού αποικισμού της Μεσογείου. Επιζεφύριοι ονομάστηκαν λόγω του δυτικού άνεμου Ζέφυρου όπου έδωσαν και το όνομα σε κοντινό ακρωτήριο. Η κοινωνία τους ήταν μητριαρχική και ιδρυτής λέει ο Στράβωνας ήταν ο Ευάνθης. Η πόλη των Λοκρών ήταν μια από τις σημαντικότερες της Μεγάλης Ελλάδας μετά της Συρακούσες και τον Κρότωνα.
Μια βρύση εκεί φάνταζε σαν όαση, με δροσερό νερό να τρέχει άφθονο βάλαμε τα κεφάλια μας από κάτω, ήπιαμε του βάρους μας και κάτσαμε εκεί λίγο να ηρεμήσουμε αν και μας περίμενε σε περίπου 50 χλμ η Βούα Μαρίνα για να ρίξουμε τα κορμιά μας στην γαλάζια θάλασσα του Ιονίου.
Διαπερνάμε πολλά Ελληνικά ονόματα σε χωριά και μικρές πόλεις, είμαι σίγουρος ότι όλα είναι παλιές αποικίες. Είναι τόσα πολλά που ο χρόνος μας δεν είναι αρκετός ούτε για το 10% να δούμε, δυστυχώς.
Φτάνουμε παραλία, παρκάρουμε, παίρνουμε τα αναγκαία μας και την αράζουμε στο μικρό εστιατόριο εκεί. Έλεγα να βάλω βενζίνη στο προηγούμενο χωριό αλλά λέω – δεν θα έχει και εκεί - . Επειδή με έτρωγε το θέμα, ρώτησα και όπως λένε ο νόμος του Μέρφυ, βγήκε αληθινός για πολλοστή φορά. Άφησα Σούλη εκεί στο εστιατόριο και με μαγιό-παντελονάκι, μπότες και κράνος πάω πίσω, αν καθόμουνα για μετά να το κάνω θα βαριόμουν τις τρελής. Φτάνω, είχε μηχανή για να πληρώσω, βάζω χρήματα, παίρνω αντλία αλλά αρνείται να βγάλει καύσιμο, μα τους χίλιους λύκους τι σκατά πάει λάθος εδώ, ρε κάνω αυτό – εκείνο τίποτα. Άρχισαν να με παίρνουν τα διαόλια ότι μου έφαγε η μηχανή το 20έυρω. Τότε σκέφτηκα την σπονδή στην Ήρα και άρχισα να ψάλω… τσακ, η αντλία άρχισε να βγάζει. Δεν πειράζει, ας είναι, 20 χρόνια ζήτησα πίσω και μου έδωσε 20 ευρώ. Ότι πάρεις καλό είναι είπα για να νιώσω καλύτερα ο άμοιρος.
Πίσω στο εστιατόριο με περίμενε μια πιατέλα γεμάτη με καρπούζι. Απολαύσαμε το φρουτοειδές μας μεζέ και παραλία. Ομπρέλες, κρεβατάκια, πύργος ναυαγοσώστη και η παραλία… ΑΔΕΙΑ. Όλοι φαίνεται είχαν πάει για σιέστα, ακόμα και ο καλός μας ναυαγοσώστης με το σημαντικό του έργο, ΕΛΕΙΠΕ (έχω φώτο που το μαρτυρά). Δεν πέρασαν ούτε και 2 λεπτά και ήμασταν ήδη μέσα στο υπέροχο δροσιστικό νερό της θάλασσας. Πλατσουρίσαμε για αρκετά λεπτά, δεν θέλαμε να βγούμε, δεν θέλαμε άλλη δόση ζέστης. Σκοτώσαμε την ώρα βγάζοντας φώτο μέσα στο νερό με κάθε είδος πόζας (φρόνιμαααααα) και κάθε είδος από γκριμάτσες για να δούμε ποιες θα στέλναμε στους… εχθρούς μας (εδώ πρέπει να μας δικαιολογήσετε, ήμασταν κάτω από δυνατό ήλιο εδώ και 4 μέρες, κάπου θα μας βάρεσε στα σίγουρα, έστω και λίγο).
Πέρασε κανένα 2ώρο και είπαμε να την κάνουμε. Με ανοικτά σακάκια, μαγιό βρεγμένα από κάτω από στολή, ανοικτά κράνη, χωρίς γάντια οδεύουμε για Condofuri. Πολύ σύντομα στρίβουμε δεξιά για ορεινή κατεύθυνση. Τα χωριά φτωχά και ατημέλητα, η φύση αγριεύει και το πράσινο λιγοστό, βέβαια μέσα καλοκαιριού είμαστε. Οι πρόποδες του Aspromonte φαντάζουν άγριοι και μη φιλικοί και στάσεις για φώτο και θέαση αρκετές. Μικροί οικισμοί των 5-10 σπιτιών συχνά βρίσκαμε, όλη η περιοχή λέγετε Condofuri.
Φτάνουμε στο κατάλυμα, λιτό και πολύ απλοϊκό αλλά δεν αναμέναμε και κάτι άλλο αλλά ούτε και θέλαμε κάτι διαφορετικό. Μας καλωσορίζουν ένα ζεύγος γύρω στα 60 με χαμόγελο αλλά Ελληνικά ή Γραικάνικα, Γιοκ. Το La Greca όπως ονόμασαν το μικρό τους ξενοδοχείο τι το θέλανε?? Τι να πω, βάλαμε το πραγματάκια μας, ήμασταν οι μοναδικοί πελάτες έτσι πήραμε το καλύτερο δωμάτιο με 2 βεράντες. Πήγε η Σούλη να εξηγηθεί για το φαγητό και άλλα, τα μιλάει ρε παιδιά τα Λατινικά. Το φαγητό θα μας χρέωνε με 20 ευρώ το άτομο για πάστα και κρεατικό με ντόπιο άσπρο κρασί, το βρήκαμε λίγο πολύ αλλά έλα που εδώ δεν υπάρχουν επιλογές. Ίντερνετ δεν είχε παρόλο που έλεγε ότι είχε, το ηλεκτρικό έπεσε 3 φόρες σε περίοδο 1 ώρας και εγώ στο λάπτοπ να αλλάζω την αυριανή διαδρομή παραλίγο να μου το κάνει τοστ. Τα πήρα λίγο αλλά είπαμε, επιλογές εδώ ΔΕΝ ΕΧΕΙ.
Οι φώτο στο Booking έδειχναν διάφορα φρούτα αλλά ακόμα και νερό έπρεπε να ζητήσουμε, μας είδε κουρασμένους και ιδρωμένους η νοικοκυρά αλλά δεν προσφέρθηκε για τίποτα δροσιστικό. Όταν ζητήσαμε κάτι δροσιστικό να έχουμε μας είπε έχει κόκα κόλα του 1.5 λίτρου, είπαμε όχι γιατί τη να την κάνουμε όλη αυτή αλλά και πάλι αυτή δεν μας πρόσφερε 1 ποτήρι και ας το χρέωνε.
Όταν μπήκε το απόγευμα καλά, κάναμε μια βολτούλα με τα πόδια έτσι για να ξεδώσουμε λιγάκι, ο χώρος εκεί είχε καμιά 15αριά σπίτια, περνώντας από ένα ο ιδιοκτήτης μας χαιρέτησε εγκάρδια και εμείς ανταποδώσαμε. Στον γυρισμό μας φώναξε και μας έδωσε ένα πλαστικό πιάτο γεμάτο με φρούτα της περιοχής, ίσως δικής του σοδιάς. Τον έπιασε κουβέντα η Σούλη τον κύριο Giuseppe που με ζεστασιά και γεμάτο χαμόγελο μας κέρασε τα φρούτα του. Η άλλη, η νοικοκυρά, που θα τις δίναμε και σχεδόν 100 ευρώ για 1 βραδιά ούτε μια φράουλα δεν είχε την καλοσύνη να προσφέρει στους πελάτες, όλα είναι στον άνθρωπο όπου και αν ζει, όποια μόρφωση και αν έχει.
Πήγαμε κι΄εμείς επιδεικτικά στην νοικοκυρά και της προσφέραμε φρούτα που μας έδωσε ο Giuseppe… εμ΄καλό, να βάζει φώτο για φρέσκα φρούτα ήταν ικανή αλλά να προσφέρει, τίποτα.
Είπαμε στις 8 το βράδυ για το πολυπόθητο αυτό παραδοσιακό Καλαβρέζικο γεύμα, εμείς την αράξαμε στην βεράντα από τις 7 με την όμορφη θέα του χείμαρρου Αμυγδαλέα ή Amendolea που πηγάζει από τα βουνά του Aspromonte και χύνεται στο Ιόνιο. Ο ήλιος άρχισε να χάνετε πίσω απ΄τις βουνοκορφές και το φως άρχισε να παίρνει κοκκινό-πορτοκαλιές αποχρώσεις καθώς και η θερμοκρασία άρχισε να αγγίζει πιο ανθρώπινες αξίες.
Έρχεται ο άντρας της νοικοκυράς να μας χαιρετήσει, ένας ζεστός και ζωντανός άνθρωπος που κέρδισε άμεσα την συμπάθεια μας. Τον προσκαλέσαμε να καθίσει μαζί μας στο τραπέζι και σαν κλασικός Λατίνος, άρχισε να μιλάει χωρίς σταματημό, βέβαια η Σούλη του έδινε τροφή με τις ερωτήσεις της αλλά παρόλο που δεν σταμάτησε να μιλάει η ατμόσφαιρα δεν ήταν καθόλου βαρετή. Σίγουρα οι ερωτήσεις είχαν σχέση με ιστορία του τόπου, παραδόσεις και ζωή των κατοίκων, θέμα που με ενδιέφερε και μένα να ακούω και να μαθαίνω. Οι παππούδες του μας είπε, μιλούσαν Γραικάνικα, το θυμάται αυτό πολύ καθαρά μας είπε αλλά μετά φαίνεται κάπου την αφήσανε την διάλεκτο να ξεφτίσει στον χρόνο.
Το φαγητό πεντανόστιμο, τα πάστα είναι δική της παραγωγή και όντως το πιστέψαμε γιατί η γεύση ήταν άριστη, το κρέας κι΄αυτό με ρίγανη και βασιλικό με πατάτες και ψημένα με σκόρδο λαχανικά ήταν πολύ νόστιμα αλλά αυτό που μας κέρδισε απόλυτα ήταν το άσπρο κρασί. Μας είπε ότι κι΄αυτό δική τους παραγωγή, απαλό και γευσάτο, 1 μπουκάλα ολόκληρη μας άφησε εκεί παγωμένη για να πιούμε. Κεράσαμε και τον κύριο Antonio, βέβαια για να τον ευχαριστήσουμε γι΄αυτά που μας έλεγε. Το βράδυ μας σπαταλήθηκε να μαθαίνουμε αλλά επίσης μας είπε και λίγα για το πώς παντρεύτηκε, πως την γνώρισε, το όλο σκηνικό κ.λ.π.
Το πρωί μας βρήκε μ΄ένα υπέροχο ύπνο, ξυπνήσαμε μ΄ένα καθαρό κεφάλι… είδατε άμα είναι καλό το κρασί. Πάλι στην βεράντα με ψωμί, μαρμελάδα, κρουασάν σπιτικά φτιαγμένα, αυγό μάτια και σίγουρα καφέ αγναντεύοντας της θέα του Amendolea.
Χαιρετούμε και φεύγουμε για το διπλανό χωριό, το Galliciano. Ο δρόμος για το χωριό μικρός και στενός, ίσα που χωράει 1 αυτοκίνητο, με πολλές στροφές και μεγάλη κλίση. Σε μια στροφή το βλέπουμε, μόνο του εκεί στην κορυφή ενός λόφου και πίσω βουνά. Παρκάρουμε στην αρχή του χωριού, χώρος για στάθμευση ήταν γιατί στα στενά δεν χωράνε οχήματα.
Το χωριό πρωτο-αναφέρεται τον 9ο αιώνα μΧ σαν Galikianon. Κτισμένο στα 621 μέτρα στα όρη Aspromonte και με τον ποταμό Amendolea σαν βασικό αρωγό της φύσης. Οι κάτοικοι της έμεναν αρχικά στα παράλια αλλά λόγω Τουρκικών επιδρομών ήρθαν εδώ στα ψηλότερα και πιο απόμερα να ζήσουν.
Περπατούμε στην μικρή γραφική συμπαθητική πετρόκτιστη πλατεία που δεσπόζει υπέροχα η καθολική εκκλησία. Μια Ελληνική σημαία σ΄ένα μπαλκόνι μας καλωσορίζει, μας κάνει να νιώθουμε αλλόκοτα αλλά με ένα πολύ θετικό εσωτερικό συναίσθημα, νιώσαμε σαν σπίτι μας. Μέσα στην ντάλα εκεί βλέπουμε ένα άντρα, του μιλάμε αλλά δεν καταλαβαίνει ούτε Ελληνικά ούτε Αγγλικά. Συνεχίσαμε να βλέπουμε τα πέριξ και ακούμε τον άντρα να φωνάζει κάποιον. Ένας 65άρης θα λέγαμε με γαλάζια μάτια και σχετικά καλοντυμένο ρουχισμό έρχεται κοντά μας, μας μιλάει Ελληνικά λίγο σπαστά, απαντώντας εμείς ότι Έλληνες από την Κύπρο και ο άντρας βάζει ένα χαμόγελο στο πρόσωπο του και αρχίζει να μας λέει για το χωριό του με περισσή υπερηφάνεια προσπαθώντας να μας μιλήσει περισσότερα στα Ελληνικά παρά στα Γραικάνικα, μας είπε θα μας ξεναγήσει παντού. Αρχίσαμε πρώτα την συζήτηση μάλλον τις ερωτήσεις για το χωριό, τους κατοίκους και συναφή είδη αποριών/ερωτήσεων. Πρώτα μας πήγε στην καθολική εκκλησιά, όμορφη γραφική απ΄έξω αλλά πολύ λιτή και άχαρη από μέσα. Στο πάτωμα ένα κομμάτι είναι με γυαλί και φαίνονται 2 σκελετοί. Μας είπε ότι υποψιάζονται είναι του Αγίου Δομίνικου, όπως και η εκκλησιά δοσμένη, δεν είναι αποδειγμένο ότι είναι αυτός αλλά για κάποιο λόγο το έκαναν έτσι δηλαδή άφησαν τον τάφο όπως τον βρήκαν. Η εκκλησιά του 17ου αιώνα που βέβαια κτίστηκε πάνω σε παλαιότερη.
Η πλατεία του χωριού ονομάζεται Άλιμος όπως περήφανα μας είπε ο κύριος Μίμος αφού το χωριό διδυμοποιήθηκε με τον δήμο αυτό της Αθήνας. Σχεδόν όλοι οι οδοί του χωριού έχουν Ελληνικά ονόματα και γραμμένα στα Ελληνικά. Ανεβαίνουμε τα στενά, μας έδειξε τον χώρο που σφάζουν τα χοιρίδια (γουρούνια) και τις αίγες (κατσίκες), το δεύτερο το λέμε κι΄εμείς στην Κύπρο που επίσης λέγεται ότι η διάλεκτος μας έχει πολλές αρχαίες Ελληνικές λέξεις. Και αισίως φτάνουμε σ΄ένα μικρό κτίσμα, όμορφα στολισμένο με λουλούδια σε βάζα και κτισμένο με φυσική πέτρα, νερό πηγής έτρεχε ασταμάτητο και στην μέση πάνω από το τρεχούμενο νερό ένα ομοίωμα της Παναγίας. Στα αριστερά έγραφε “Cannalo tis Agapi”… Η πηγή της Αγάπης. Το έθιμο και η παράδοση μας είπε είναι ότι εδώ ερχόντουσαν οι γυναίκες στις πιο παλιές εποχές να μαζέψουν νερό, εδώ έλεγαν η μια στην άλλη ποιόν αγαπούσε, αντάλλαζαν τα ερωτικά τους συναισθήματα και έτσι έμεινε σαν έθιμο τα ζευγάρια να σκύβουν για νερό και σαν έπιναν να κάνουν θετικές σκέψεις ο ένας για τον άλλον… το κάναμε κι΄εμείς μπας και βρούμε την αιώνια αγάπη, αφού μας πρόδωσε η Ήρα γυρεύουμε να βρούμε αξίωση από αλλού. Το νερό δροσερότατο και όχι μόνο μας έδωσε θετικές σκέψεις για ένα καλύτερο αύριο αλλά μας ξεδίψασε και από την πεζοπορία. Άντρες του χωριού καθόντουσαν εκεί φαίνεται για δροσιά, δεν νομίζω να περίμεναν την Ιουλιέτα τους γιατί όλοι ήταν άνω των 60. Ανταλλάξαμε λίγες κουβέντες αλλά αυτοί μιλούσαν έντονα και βαριά Γραικάνικα έτσι κάπου η συνομιλία δεν μπορούσε να προχωρήσει.
Συνεχίσαμε να ανηφορίζουμε προς την μικρή ορθόδοξη εκκλησιά, στο πιο ψηλό σοκάκι του χωριού με την ομορφότερη θέα που μπορέσαμε να έχουμε. Πριν μπει στην εκκλησιά ο κ. Μίμος άρχισε να παίζει την μικρή καμπάνα, μόλις σταμάτησε μας είπε ότι έθιμο τους είναι πριν μπουν στην εκκλησιά παίζουν την μικρή καμπάνα, η Σούλη άρχισε να δακρύζει από συγκίνηση. Μέσα η μικρή εκκλησιά δοσμένη στην Παναγία γεμάτη με εικόνες. Η μια πλευρά της εκκλησιάς ήταν ο φυσικός βράχος που προ-υπήρχε. Ο χώρος μικρός και καθώς τον περιεργαζόμουνα, μια κυπριακή σημαία σε κοντάρι. Γιατί ρωτάω η σημαία της Κύπρου και μου είπε ότι την έφερε πριν καμιά 10αριά χρόνια ένας Κρητικός από το Λονδίνο, περισσότερα δεν ήξερε. Η Σούλη να συνεχίζει να είναι σε στιγμές εθνικού και πολιτισμικού σοκ, τα δάκρυα κυλάνε αδιάκοπα, καθώς όλοι μας στο χώρο προσκυνάμε εικόνες και ανάβουμε κεριά, δεν είμαι και πολύ των θρησκειών αλλά ο χώρος μ΄έκανε να θέλω να προσκυνήσω και να ανάψω κερί, ίσως από σεβασμό εμού προς τους Γραικούς.
Έξω από εκκλησία, δίπλα, σ΄ένα πέτρινο κατασκεύασμα μέσα του γραμμένο σε σίδερο, τα λόγια μιας γυναίκας που ο άντρας πήγε στα ξένα και τον περίμενε, τον γύρευε και ρωτούσε τον ήλιο αν ξέρει που είναι, στα Γραικάνικα γραμμένο. Ο κ. Μίμος μας το διάβασε στην Γραικάνικη διάλεκτο και μετά μας το επεξήγησε. Τώρα ήρθε η ώρα του εθνογραφικού μουσείου που έχει το χωριό. Γεμάτος ο χώρος με παλιά είδη, ρούχα, φωτογραφίες και βιβλία. Αξιόλογος χώρος με όλα όσα έχουν να κάνουν με την ζωή των κατοίκων εδώ και χρόνια πολλά. Για μένα το σπουδαιότερο έκθεμα είναι το καλούπι σε σχήμα Παναγίας με αρκετή λεπτομέρεια, για το τυρί. Βγάζανε ζεστό το τυρί και βάζανε το καλούπι αυτό για να αποτυπωθεί η Παναγία και συνήθως το παίρνανε σαν δώρο. Γράψαμε και στο βιβλίο επισκεπτών τις πιο ζεστές μας ευχές για συνέχιση αυτής της προσπάθειας κράτησης της Γραικάνικης γλώσσας και παράδοσης.
Η Γραικάνικη διάλεκτος είναι ένα μείγμα Ελληνικών και Λατινικών λέξεων και ονομάζεται επίσης Κατωιταλική διάλεκτος (δέστε χάρτη). Από πού πηγάζει υπάρχουν 2 θεωρίες, η μια λέει ότι τα Γραικάνικα προέρχονται από τους βυζαντινούς που ήρθαν εδώ τον 9ο αιώνα μ.Χ. και η άλλη λέει ότι η διάλεκτος είναι απομεινάρι και εξέλιξη των Ελλήνων από τον 8ο αιώνα π.χ. Πιστεύεται ότι η 2η εκδοχή είναι πιο σωστή λόγω των πολλών λέξεων με Δωρική και Αρχαϊκή καταγωγή. Ακόμη την συναντούμε στις περιοχές της Απουλίας και Καλαβρίας.
Αποχαιρετούμε εγκάρδια των κ. Μίμο που συμβάλει τόσο έντονα στην καλή διαφήμιση του χωριού του, στις συνεχείς του προσπάθειες για να κρατηθεί η Γραικάνικη διάλεκτος και τον ευχαριστούμε απ΄τα βάθη της καρδιάς μας για όλα όσα μας έχει πει, μάθει και δείξει.
Κατηφορίζουμε πλέον γεμάτοι εμπειρίες ζωής και… ιδρώτα. Προς παραλιακή πλευρά και δεξιά προς Barone και San Pantaleone. Ο δρόμος από αρχής πολύ στενός και με υπερβολική κλίση, στροφές αρκετές και είμαι με 1 ταχύτητα για να μπορέσει ο καημένος ο Τίγρης μου να τα βγάλει πέρα. Πριν το Barone ο δρόμος απλά γίνετε ένα τσιμεντένιο μονοπάτι με αρκετές ανωμαλίες και τρύπες. Το χωριό, απλά 4 σπίτια διάσπαρτα στο χώρο, είδαμε και ένα αυτοκίνητο με τον οδηγό να μας βλέπει σαν να είδε τον ΕΤ. Λίγο μετά το χωριό στάση, ζεστάθηκε η μηχανή, το ίδιο κι΄εμείς.
Βρήκαμε το μοναδικό ίσως δέντρο και σταματήσαμε από κάτω του. Νερό, φρούτα και τσιγάρο είχε η στάση μας. Το τοπίο αρκετά ξερό και χωρίς βλάστηση, στάνες αρκετές, μερικά διάσπαρτα σπίτια ερημωμένα, βασικά μια αποσύνθεση η φάση εκεί. Ξαποσταίνουμε εμείς και μηχανή και συνεχίζουμε την ανηφορική μας δοκιμασία, σε λίγο τελειώνει το ανηφορικό αλλά αρχίζει χώμα. Ωχ λέω, διαλέξαμε την μέρα για δύσκολα, άσε που το νερό μας τέλειωσε σχεδόν και εκεί άρχισα να ανησυχώ. Ευτυχώς, είδατε που φίλησα εικόνες και άναψα κερί στο Galliciano ότι βοήθησε, πολύ σύντομα βλέπω να είναι κοντά σε μας το χωριό San Pantaleone, τέλειωσε η οδύσσεια μας. Μπαίνοντας στο άχαρο μικρό χωρίο αγοράσαμε νερό και συνεχίσαμε, αρχίσαμε να κατηφορίζουμε και η άλλη πλευρά του βουνού ήταν πολύ πιο πράσινη, ίσως γιατί ο ποταμός Μέλιτος έτρεχε. Το πρώτο χωριό ονομαζόταν Chorio κι΄εμείς οδεύουμε για Βαγαλάδες (Bagaladi). Θέλω να πιστεύω είμαστε στην καρδιά της Μεγάλης Ελλάδας, με τους Γραικούς τριγύρω μας.
Γραικοί κατά τον Αριστοτέλη ήταν φυλή που κατοικούσε κοντά στην Δωδώνη. Για την Ελληνική μυθολογία ο Γραικός ήταν ήρωας, γιός της Πανδώρας και του Δία. Επίσης, κατά της αρχαίες γραφές, οι Έλληνες ονομάζονταν πρώτα Γραικοί «Πρώτον μεν Γραικοί νυν δε Έλληνες» και μην ξεχνάμε το θρυλικό ρητό του Αθανάσιου Διάκου «Εγώ Γραικός γεννήθηκα, Γραικός θε να πεθάνω». Οι Ρωμαίοι έδωσαν αυτό το όνομα, Graecus, θέλοντας να πουν τους Έλληνες που κατοικούσαν στην νότιο Ιταλία και που πολλές φορές είχε μειωτικό χαρακτήρα. Έλληνες ήρθαν εδώ από τον 8ο αιώνα πχ , ένα νέο κύμα, κατά του βυζαντινούς χρόνους αλλά υπάρχουν διαφωνίες στο θέμα αυτό. Η Γραικάνικη διάλεκτος λέγεται ότι έχει βυζαντινές επιρροές όπως και από την αρχαία Ελληνική δωρική. Η Ιταλική κυβέρνηση αναγνώρισε το 1999 επίσημα την Γραικάνικη κοινότητα του Σαλέντο και της Καλαβρίας ως «Ελληνική εθνική και γλωσσική μειονότητα». Στην περιοχή της Μεγάλης Ελλάδας τώρα, υπάρχουν πολλά σωματεία, σύλλογοι, κέντρα ελληνικής γλώσσας και κουλτούρας προσπαθώντας να κρατήσουν την παράδοση άρρηκτη.
Στους Βαγαλάδες δεν σταματήσαμε γιατί προηγούμενη στάση ήταν λίγο πριν, δεν είχε και κάτι το ιδιαίτερο άσε που όλοι χωμένοι σπίτια τους απ΄την ζέστη που βολοδέρνει την περιοχή. Αρχίζουμε την ανάβαση του Aspromonte, δρόμος στενός και σε σημεία πολύ στενός και ξέροντας πως οδηγούν σ΄αυτά τα μέρη, η οδήγηση σε πολύ χαμηλούς ρυθμούς. Οι τυφλές φουρκέτες έρχονται η μια με την άλλη ασταμάτητα, η περίγυρος άρχισε να πρασινίζει περισσότερο, αυτοκίνητα λιγοστά ευτυχώς κι΄εμείς παίρνουμε συνεχώς υψόμετρο. Ο τιγράκος γουργουρίζει ευχάριστα σ΄ένα όμορφο περιβάλλον και σε χαμηλότερες θερμοκρασίες καθώς το υψόμετρο αισίως περνά τα 1000 μέτρα. Κι΄εμείς στο ίδιο σκηνικό, ήρεμοι και ανακουφισμένοι από την πρωινή μας ταλαιπωρία στον θερμό ήλιο του Ιουλίου μήνα, καβάλα στην μηχανή μας εξερευνούμε οπτικός την επιλεγμένη μας διαδρομή.
Σε μια στροφή, εκεί στο αναπάντεχο… ένας δρόμος πνιγμένος στα δέντρα. Στάση, κατεβήκαμε να δούμε και να απολαύσουμε τ΄όλο σκηνικό που η φύση απλώνει εδώ στα αρχαία βουνά. Ο ήλιος δεν φαίνεται, μόνο κάποιες ηλιαχτίδες καταφέρνουν να περάσουν την φυλλωσιά του πυκνού δάσους, ο ουρανός κι΄αυτός κρυμμένος δημιουργώντας μια πανδαισία φυσικού σκηνικού και αποχρώσεις μόνο πρασίνου βλέπαμε. Βγάλαμε φώτο, βίντεο, νερό, τσιγάρο και συνεχίσαμε. Το υψόμετρο έλεγε 1450 μέτρα, σε κάποια φάση λίγες εγκαταστάσεις για ξεκούραση εμφανίζονται, 1-2 καφέ και εστιατόρια αλλά εμείς συνεχίζουμε. Η κατάσταση του δρόμου, SP3 συχνά σε άθλια χάλια, τρύπες και ανωμαλίες σε αρκετές περιπτώσεις. Οδηγούμε τον μικρό δρόμο που τώρα πια μεγάλωσε λιγάκι σε πλάτος, μπήκαμε πλέον στο εθνικό πάρκο του Aspromonte. Αριστερά για να κατηφορίσουμε προς Ρήγιο ανάμεσα σε πυκνά δάση σ΄ένα δρόμο χωρίς αριθμό και πάλι στενό. Η διαδρομή καθαρά πνιγμένη από δάσος πυκνό. Όσο κατεβαίναμε όμως ο δρόμος γινόταν χειρότερος σε κατάσταση.
Βγήκαμε από το πυκνό δάσος και πλέον η Σικελία να φαίνεται στον μακρύ ορίζοντα. Χωριά μικρά ή μεγάλα σε κάπως άτσαλη φάση με τους δρόμους πλέον να γίνονται κατσικόδρομοι σε ποιότητα. Μπαίνουμε Ρήγιο, η πόλη βρώμικη με σκουπίδια σχεδόν παντού, δρόμοι σαν πίστα μότοκρος και βρίσκουμε διαμονή στα βόρεια προάστια δίπλα στον παραλιακό τους δρόμο, Lungomare.
Αράξαμε στο μικρό μας δωμάτιο με την ζέστη να μην μας δίνει ρεπό. Το βραδάκι στην Lungomare για σουλατσάρα και να δούμε την όλη φάση, απέναντι μας ακριβώς η Σικελία που μας περιμένει αύριο. Δοκιμάσαμε με πολλές ελπίδες να βρούμε μια ταβέρνα, ένα εστιατόριο που να έχει κάτι άλλο εκτός από πίτσες, πάστα και ριζότο… παρόλο που η ελπίδα πεθαίνει τελευταία, δεν βρήκαμε ΤΙΠΟΤΑ. Την αράξαμε σ΄ένα εστιατόριο δίπλα από θάλασσα στην προκυμαία και φάγαμε ότι βρήκαμε, φτάνει να γεμίσουν τα καημένα μας στομαχάκια.
Η Lungomare είναι εδώ που βρίσκετε η ζωή της πόλης, εδώ κάθε βράδυ κόσμος περπατάει στην προκυμαία που κρατάει 2-3 χλμ. Μαγαζάκια, εστιατόρια, μπαράκια, παγωταρίες, μαύρους να πουλάνε το εμπόρευμα τους… όλα εδώ είναι. Στο κέντρο περίπου της οδού, ένα μεγάλο άγαλμα αφιερωμένο στον βασιλιά Victor Emmanuel αλλά το άγαλμα να δείχνει την θεά Αθηνά, την σύνδεση δεν την κατάλαβα και όσο κι΄αν έψαξα δεν βρήκα τίποτα.
Το Ρήγιο ήταν μια από τις πιο αρχαιότερες πόλεις της Μεγάλης Ελλάδας. Κτισμένη το 720 πχ από Ευβοείς και αρχικά ονομαζόταν Ερυθρά. Πήρε μεγάλη οικονομική και πολιτική ισχύει τον 6ο και 5ο αιώνα πχ υπό τυραννίας Αναξίλαου. Κατά τον πελοποννησιακό πόλεμο υπήρξε σύμμαχος της Αθήνας και η πόλη ήταν βάση επιχειρήσεων των Αθηναίων κατά την διάρκεια της Σικελικής εκστρατείας. Πολιτισμικά η πόλη υπήρξε ένα από σημαντικότερα κέντρα γλυπτικής και ποίησης της Μεγάλης Ελλάδας με τον Πυθαγόρα και τον ποιητή Ίβυκο.
Ξημέρωσε νέα μέρα αλλά μας βρήκε σε αναπάντεχες καταστάσεις, εγώ με τρομερό πόνο στο δεξί πόδι κάτω από αστράγαλο και να κουτσαίνω έντονα και η Σούλη με τρομερό πόνο στο δεξί της πλάι πίσω στην πλάτη από ψύξη λόγω του ότι κοιμηθήκαμε με το αέρα κοντίσιον αναμμένο, αφού δεν παλευόταν η ζέστη.
Έρχεται ο Μπρούνο, ο νεαρός ευγενικός και φιλικός ιδιοκτήτης, ο οποίος τηλεφώνησε σε γιατρό για να πάρουμε συμβουλές. Ο γιατρός είπε να δοκιμάσουμε να πάρουμε Voldaren για 3 μέρες τουλάχιστον και μετά βλέπουμε. Αρπάζω μηχανή με χίλια μύρια ζόρια αφού δεν μπορούσα να πατήσω το ρημάδι το πόδι μου απ΄τον πόνο για να βρω φαρμακείο. Αλλαγές ταχυτήτων γινόντουσαν με απεριόριστο πόνο, ευτυχώς δεν πήγα μακριά. Την αράζουμε σαν γεροντάκια στο δωμάτιο αφού χαπακωθήκαμε εκτός από τα Voldaren και με παυσίπονα μπας και δούμε μια θετική εξέλιξη, Σικελία Γιοκ. Εγώ με ζόρια μπορούσα να οδηγήσω αλλά η Σούλη με τέτοιο πόνο στην πλάτη σίγουρα δεν μπορούσε με τίποτα να καθίσει στην μηχανή. Μέσα στα αχ και βαχ βγάλαμε και πρόγραμμα, η Σούλη αύριο θα πάρει τρένο και εγώ μέσω αυτοκινητόδρομου ώστε να αποφύγω πολλές εναλλαγές ταχυτήτων για να βρεθούμε Τάραντο (έτσι βόλευε το τρένο). Επισκέψεις σε Σικελία, άλλη πλευρά του Aspromonte, Σινόπολη, εγκαταλειμμένο χωριό Graco, Matera, Trulli, Castelmezzano όπως καταλάβατε ακυρώθηκαν χωρίς δισταγμό. Λιμάνι για να φύγουμε πάλι το Bari το οποίο είναι μόνο 90 χλμ από Τάραντο, υπήρχε και σιδηροδρομική σύνδεση άρα νιώσαμε ασφαλείς ότι θα μπορούσαμε να επιστρέψουμε.
Απόγευμα και οι πόνοι και στους 2 μας μειώθηκαν αρκετά. Πήραμε την τολμηρή απόφαση να βγούμε για περιδιάβαση… ο ένας θεόκουτσος και η άλλη σαν γριούλα που περπατά με πατερίτσες, βάλαμε στο μαραφέτι το μουσείο της Μεγάλης Ελλάδας σαν πρώτη επιλογή.
Το μουσείο μεγάλο και σημαντικότατο για την πόλη, 4 όροφοι χωρισμένοι σε ενότητες. Πριν την κάθοδο των Ελλήνων, η εποχή της Μεγάλης Ελλάδας (2 όροφοι) και η εποχή μετά την Μεγάλη Ελλάδα. Τα εκθέματα ήταν από Μεταπόντιο, Σύβαρης, Ποσειδωνία, Λόκροι, Συρακούσες, Κρότωνα και άλλες Ελληνικές πόλεις. Εκθέματα υπέροχα, αγάλματα, αετώματα, κοσμήματα, νομίσματα, γραπτά, σαρκοφάγους, κεραμικά διαφόρων μεγεθών, χάρτες με επεξηγήσεις της καθόδου των Ελλήνων από περιοχές της Ελλάδας και επίσης βιντεάκια για το όλο θέμα απάρτιζαν τι έχουμε δει και πραγματικά έχουμε θαυμάσει παρόλο που σαν Έλληνες έχουμε δει πολλά τέτοια στην ζωή μας και ειδικότερα στα μαθητικά μας χρόνια. Έχω και το θεματάκι μου με τα ασανσέρ έτσι ανέβηκα και κατέβηκα με τα πόδια σαν κουτσό σκυλί, κουράστηκα όμως πολύ. Εκστασιασμένοι πραγματικά με το μουσείο, δεν τα πολυσυμπαθώ αλλά αυτό ήταν υπέροχο και πολύ κατατοπιστικό για το όλο θέμα… Magna Grecia !!!
Τώρα γυρεμό έχει το κέντρο Ελληνομάθειας του Ρηγίου. Ευτυχώς όλα κοντινά είναι, σε 1,5 χλμ φτάσαμε. Κατεβαίνουμε με κόπο και το βρίσκουμε κλειστό, άντε πάλι ανέβα. Πάμε πάλι Lungomare για καφεδάκι και λίγη ξεκούραση. Όπου μπαίνουμε μας βλέπουν όλοι… γιατί άραγε ??? Ένας κουτσός και μια στραβή σε μηχανή, αυτό κι΄αν είναι θέαμα… για γέλια είμαστε.
Λέω στην Σούλη, δεν μπορώ άλλο αυτά τα φαγητά τους, θέλω να φάω έστω και McDonalds, ποτέ δεν ζητώ να φάω τέτοια παρασκευάσματα άλλα έλα που έγινε. Ευτυχώς αυτή η γύρα μας βοήθησε, βρήκα ένα καλό μαγαζάκι πάνω από τον εμπορικό πεζόδρομο που κάνει ωραία χάμπουργκερ και την αράξαμε. Βογγητά βγάλαμε, αλαλαγμούς το ίδιο… μετά από κυρίως ηλίθιες πίτσες και νερόβραστα ριζότο έτρωγα κάτι νοστιμότατο και γευστικότατο. Γενικά οι Ιταλοί δεν το έχουν με επιλογές φαγητών αλλά ούτε και στο σέρβις, ουκ ολίγες φορές δεν φέρνανε τα σωστά που παραγγείλαμε, ξέχασαν να φέρουν μαχαιροπήρουνα ενώ μας έφεραν το φαγητό, ζήτησα τυρί για την μακαρονάδα και μου έφεραν την τυριέρα άδεια, εδώ στο χαμπουργκεράδικο δεν είχαν κέτσαπ και η λίστα ακόμη έχει να πει πολλά. Είμαι ιδιότροπος… χμμμμ δεν νομίζω, ίσως το λάθος μου είναι που συγκρίνω τον Ιταλικό τρόπο με τον δικό μας. Ε τότε γιατί λένε ούνα φάτσα ούνα ράτσα ???
Ξύπνησα πάλι με πόνο και δεν μπορούσα να πατήσω το πόδι μου, πήρα άμεσα πρωινό για να χαπακωθώ, και η Σούλη το ίδιο. Πακετάραμε και φόρτωσα μηχανή μετά βίας αλλά δεν γίνετε αλλιώς. Το τρένο έφευγε στις 12 μεσημέρι και εγώ ξεκίνησα στις 10 χαλαρά, έχω 420 χλμ και δεν είμαι σίγουρος τι θα βιώσω στην διαδρομή.
Αυτοκινητόδρομος Α2 και στο οπτικό μου φάσμα η Σικελία με τα στενά της Σκύλλας και της Χάρυβδης να φαντάζουν τόσο όμορφα, το μπλε του Τυρρηνικού πελάγους έντονο κι΄αυτό στα μάτια μου καθώς ανέβαινα με βορεινή κατεύθυνση την χώρα. Το δυτικό μέρος της μπότας πράσινο, μιλάμε για πολύ πράσινο που κάποτε άγγιζε τα όρια του Αλπικού και σε πολλές φορές αριστερά μου το θαλασσινό μπλε, υπέροχος συνδυασμός που δεν το περίμενα αυτό. Η ανατολική πλευρά της μπότας, Καλαβρία, είναι πιο άγονη, πολύ πιο κοντά στο Μεσογειακό τοπίο. Τότες, 8 αιώνες πριν ήταν αλλιώς εδώ, γιατί δεν ήρθαν εδώ να κάνουν τις αποικίες οι αρχαίοι Έλληνες που το έδαφος είναι πολύ πιο έφορο?? Είναι σημείο για διερώτηση ή απλά εξωτερικεύω μια ηλίθια σκέψη?? Χμμμμμ…
Μέσα στην μοναξιά του κράνους φέρνω τις θύμισες του ταξιδιού, αυτά που με μάγεψαν και αυτά που σίγουρα θα μείνουν καλά τυπωμένα στα μυαλό μου, και η Σούλη το ίδιο είμαι σίγουρος γιατί συμφωνούμε πολύ σ΄αυτά, έχουμε πολύ κοντινές απόψεις. Αναπολώ όλο το ταξίδι μέχρι στιγμής καθώς οδηγώ όχι πέραν των 110 χλμ/ω, μόνος στην σέλα της μηχανής, ασταμάτητα φέρνω στα μάτια μου τις ιστορίες του δρόμου, τις ιστορίες αυτού του μικρού ταξιδιού, αυτή η νοερή παρέα είναι απλά πολύ… ζεστή.
Χωρίς να το καταλάβω κάλυψα την μισή απόσταση, οδηγούσα με πολύ χαλαρές διαθέσεις, το πόδι μου πολύ καλύτερα, έκανα σχεδόν όλες τις κινήσεις χωρίς πόνο. Έτσι, τόλμησα να πάρω και την απόφαση για στάση για καφέ και τσιγάρο. Στάση σε βενζινάδικο με υπηρεσίες ανάμεσα σε δασώδη περιοχή κάπου κοντά στην Cosenza, κάτω από ένα ξύλινο σκέπαστρο και ξύλινο τραπέζι τύπου πικ-νικ τρώω το σάντουιτς με μοτσαρέλα και ντομάτα συνδυασμένο με καπουτσίνο, βάζω και την κάμερα να αποθανατίζει τ΄όλο σκηνικό.
Περνάω τα κεντρικά της Καλαβρίας μέσω του SS534 και πολύ σύντομα βρίσκομαι ανατολικά παράλια. Είπαμε, εδώ το τοπίο πιο Μεσογειακό και λίγο πιο ζεστό σε θερμοκρασίες. Οδηγώ τα εναπομείναντα χλμ για Τάραντο εύκολα και χωρίς πόνο. Κλείσαμε δωμάτιο δίπλα στην παλιά πόλη και δίπλα από Δωρικές κολώνες. Η Σούλη φτάνει στις 7 και έτσι εγώ πήγα και άφησα πράγματα μας στο δωμάτιο, ξεκουράστηκα λιγάκι και πάω να πάρω Σούλη από σταθμό, έφτασε με 40 λεπτά καθυστέρηση. Καβαλάμε μηχανή, ευκολότερα από χθες και επισκέψεις σε Ενετικό κάστρο, Δωρικές κολώνες και παλιά πόλη. Το κάστρο έχριζε επίσκεψης αλλά δεν είχαμε ώρα αλλά έχουμε δει αρκετά απ΄αυτά, οι Δωρικού τύπου κολώνες ήταν εκεί ορατές, μπροστά μας έτσι απλά τις είδαμε λιγάκι και προχωρήσαμε στην παλιά πόλη με τα σοκάκια.
Μαγαζάκια, εστιατόρια, μπαράκια και απλός κόσμος που ζούσε εδώ συναντήσαμε στον μικρό περίπατο.
Την αράξαμε στο κανάλι της πόλης όπου χωρίζει την παλιά απ΄την νέα πόλη. Σήμερα το βράδυ είναι η πρώτη φορά που κρύωσα με φανελάκι, ευτυχώς είχα μαζί μου μακρυμάνικο και φόρεσα ώστε να απολαύσω το υπέροχο ξεχωριστό Ιταλικό φαγητό που λέγετε… ΡΙΖΟΤΟ με θαλασσινά. Όταν θα πάω Κύπρο και ακούσω ριζότο και πίτσες θα γίνει φονικό, τώρα και να δείτε.
Ηλιόλουστο πρωινό αλλά με πόνο ξύπνησα, η Σούλη πολύ καλύτερα από μένα. Πάνω στην ταράτσα είναι το πολυπόθητο πρωινό. Κατακρίβειαν μες την ντάλα αφού δεν είχε κάποια ομπρέλα ή κάτι να κόβει τον ήλιο έτσι κάναμε πρωινό και ηλιοθεραπεία μαζί συνδυασμένα, 2 σε 1 που λένε.
Με αργούς ρυθμούς και χωρίς κάτι να μας τρέχει φορτώνουμε Τίγρη και την κάνουμε κατά τις 11. Η Σούλη σχεδόν ξεπέρασε τον πόνο έτσι ήρθε μαζί μου, είχαμε 90 χλμ για Bari, το φέρρυ έφευγε στις 10 το βράδυ. Με πολύ αργούς ρυθμούς ξεκινάμε, είπαμε να δούμε πως πάει το πόδι μου ώστε να κάνουμε και λίγες επισκέψεις σε Matera και Trulli.
Όσο ήρεμα και αν οδηγούσα, όσο λιγότερες κινήσεις και να έκανα… ο πόνος δεν περνούσε. Τελικά πάμε Bari. Φτάνουμε μεσημεράκι, κάνουμε λίγο τουρ στην πόλη να την δούμε και την αράζουμε σ’ ένα μικρό καφέ με φαγητό.
Ήρθε η ώρα να πάμε λιμάνι, μπαίνουμε και οι αναχωρήσεις για Αλβανία, Κροατία και Μαυροβούνιο σ΄ένα κομμάτι του λιμανιού τριτοκοσμικής κατάστασης με ινδούς πωλώντας διαφόρων ειδών ηλεκτρονικά και ένα μεγάφωνο με δυνατή ινδική μουσική μας τάραζαν την σχετική ηρεμία, μπόχα να έρχεται κάθε λίγο και λιγάκι… άσε καλύτερα. Οι αναχωρήσεις μόνο για Ελλάδα γίνονταν σε άλλο χώρο που θέλω να πιστεύω είναι καλύτερης κατάστασης. Έριξε και μια μπόρα στα γρήγορα για να μας δροσίσει και αισίως φτάνει η ώρα της επιβίβασης. Σαν μηχανή έχουμε προτεραιότητα, σε κάθε γραμμή ελέγχου μας φώναζαν να πάμε μπροστά, πρέπει να μας καταράστηκαν πολλοί χαχα αλλά εμείς γλυτώσαμε αρκετό χρόνο.
Παρκάρουμε μηχανή στ΄αμπάρι εκεί που μου υπόδειξαν και πάμε πάνω στο υποδοχή του καραβιού για να πάρουμε και πάλι την χλιδάτη εξωτερική καμπίνα. Εκεί ο υπεύθυνος μας λέει – καλά διάβασα Ελληνικά ονόματα και διερωτόμουν ποιοι τρελοί είναι αυτοί – μας είπε χαμογελώντας, τώρα να το πάρω στραβά ή να κάνω τον τρελό στα αλήθεια, τελικά διάλεξα το δεύτερο γιατί με τέτοιο πόδι που είχα σίγουρα θα ήμουνα ο χαμένος της μάχης.
Ωραίο σούρουπο με χρώματα ζεστά στην δύση, αράξαμε στα καθίσματα του επάνω καταστρώματος με κάτι σνακ και νερό βλέποντας αυτό το όμορφο σκηνικό της δύσης του ήλιου. Η ώρα πήγε 10 και δεν ξεκίνησε, δεν μπορούσαμε άλλο, πήγαμε στην καμπίνα μας και πέσαμε στις αγκάλες του μορφέα. Ξύπνησα χαράματα στις 6, ευτυχώς χωρίς πόνο, τα Voldaren έκαναν δουλειά φαίνεται αλλά σε λάθος μέρα. Το πέρασμα της Αδριατικής από Bari προς Δυρράχιο πάλι έγινε στα μαλακά έτσι ο ύπνος μας ήταν χωρίς διακοπές. Στις 8 πρωινή μπήκαμε λιμάνι, σε 30 λεπτά περίπου ήμασταν έξω προς Τίρανα… εδώ, τέλος οδοιπορικού.
Ποσειδωνιάται - Ποίημα Καβάφη
Ναι τους είδαμε, Ναι τους μιλήσαμε, Ναι τους συναντήσαμε. Μέσα στα λίγα χιλιόμετρα που καλύψαμε, 1600 χλμ ολικά, είδαμε αρκετά, είδαμε αυτά που θέλαμε και γυρεύαμε… ήμασταν με τους Γραικούς.
Ζήσαμε την ψυχή τους, Ζήσαμε την αγάπη τους για την μητέρα Ελλάδα, Ζήσαμε την όμορφη εμμονή τους να κρατήσουν τις παραδόσεις των προγόνων τους, Ζήσαμε τους χώρους όπου Αχαιοί, Δωριείς, Κορίνθιοι και άλλα Ελληνικά αρχαία φύλα έκτισαν, έζησαν και ανάπτυξαν.
Μέσα στην καρδιά μιας άλλης ΕΛΛΑΔΑΣ καλύψαμε αποστάσεις, χιλιόμετρα μέσα στην αφόρητη ζέστη που επικρατούσε τις ημέρες που έτυχε εμείς να ταξιδεύουμε για ένα Σκοπό, ένα Σημάδι, ένα Απομεινάρι. Τους Γραικούς που αφημένοι στα απόμερα της Ιταλίας, κατάφεραν και εκείνοι όπως η βόρεια Ήπειρος, Κύπρος, Πόντος, Μικρά Ασία, ανάμεσα σε χίλια μύρια προβλήματα, διωγμούς και αντιξοότητες να παραμείνουν στην ιστορία και στον χρόνο… παντοτινά ΕΛΛΗΝΕΣ.
Γραικοί κι΄εμείς γεννηθήκαμε,
Γραικοί σε μια άλλη πατρίδα μεγαλώσαμε,
Γραικοί όμως κι΄εμείς, θε να πεθάνουμε…!!!
Αχιλλέας Ασκώτης
Triumph XC 800
* Κάποιες φώτο είναι παρμένες από διαδίκτυο λόγω του ότι βρήκαμε κλειστούς κάποιους αρχαιολογικούς χώρους