Η Γηραιά Ήπειρος, η Ευρώπη που αγάπησε ο αδίστακτος Δίας, εδώ που γεννήθηκαν πολιτισμοί, λαοί, είναι πολυμορφική και με άπειρη ιστορία να την ζώνει. Από τον δωδεκάθεο μέχρι και τον Χριστιανισμό, η Ευρώπη ζούσε τον παλμό μιας ανοδικής εξέλιξης στον χωροχρόνο. Απ΄τους Μίνωες, τους Δωριείς, Ίωνες, Δάκους, Θράκες, Σάξονες και μέχρι τους Μεδίκους της Αναγέννησης, η Ευρώπη δημιουργούσε και ανθούσε.
Μέσα σ΄όλο αυτό το ιστορικό πανδαιμόνιο της γένεσης της, η πλούσια ομορφιά της περνούσε κι΄αυτή τον δικό της κύκλο. Βουνά, όρη, ποτάμια και πεδιάδες την απαρτίζουν αγέρωχα. Η οροσειρά των Άλπεων η πιο γνωστή, τοποθετημένη στα κεντρικά της Ηπείρου απλόχερα αφήνει την μαγεία της στον επισκέπτη. Όλοι γνωρίζουμε αυτήν την υπέροχη οροσειρά και όλοι έχουμε ταξιδέψει στην οροσειρά αυτή στα πρώτα μας βήματα ως ταξιδιώτες.
Οι Άλπεις όμως δεν είναι μόνες τους εδώ, είναι και άλλα βουνά, κι΄άλλες οροσειρές που με την σειρά τους δίνουν στον ταξιδευτή την μαγεία των ορεινών όγκων της Ευρωπαϊκής επικράτειας. Αυτή τη φορά δεν κυνηγώ Ελληνισμό, είπα να αφήσω λίγο ήσυχους τους προγόνους μου και να επισκιάσω λίγο την προσοχή μου αλλού. Σκέφτηκα να κάνω λοιπόν ένα γρήγορο σχετικά ταξίδι στις οροσειρές αυτές και να περάσω μέσα από τα καλύτερα τους περάσματα και διαδρομές. Όσο από παραδόσεις και κουλτούρα… καλά κρατάνε εδώ στα βαλκανικά μέρη και είναι αυτό ένα σημαντικό κομμάτι της μαγείας στην περιοχή που λατρεύω να ζω.
Το μικρό αυτό οδοιπορικό λοιπόν, σκοπό έχει να ζήσει και να παρουσιάσει αυτά τα άγνωστα/γνωστά βουνά της ανατολικής Ευρώπης γιατί απλούστατα έχουν κι΄αυτά την δική τους υπέρτατη μαγεία.
Το οδοιπορικό αυτό έγινε σε 3 φάσεις καλοκαίρι και φθινόπωρο του 2019 με συνοδοιπόρους τον άλλο μου συνοδοιπόρο στη ζωή εν ονόματι Σούλη και τον καλό μου φίλο Νεκτάριο.
Η πρώτη οροσειρά, αφετηρία του οδοιπορικού, η ηρωική Πίνδος. Εδώ πάνω στα βορινά της Ελλάδας η φύση προικίστηκε με άπλετη ομορφιά, δάση απέραντα και ατέλειωτα, ποτάμια που τρέχουν σ΄όλη την διάρκεια του έτους και με χωριά χαρισμένα με απίστευτη παράδοση όσο σε πολεοδομική άποψη όπως και κοινωνική. Επίκεντρο των διαδρομών μου είναι η κορυφή Τύμφη της βόρειας Πίνδου, η 2η ψηλότερη κορυφή στα 2,497 μέτρα, θα κάνω κύκλο της κορυφής αυτής με κατάληξη τα υπέροχα μαγευτικά Ζαγόρια, Ζαγοροχώρια. Την επίσης υπέροχη περιοχή των Τζουμέρκων δεν έχω χρόνο να την κάνω και επίσης η επιλεγμένη μου διαδρομή υπερτερεί.
Ξεκινώ πρωινός όπως πάντα με αρχή το χωριό Μηλιωτάδες, λίγα χιλιόμετρα ανατολικά των Ιωαννίνων, πριν αρχίσει το περίφημο πέρασμα της Κατάρας. Δρόμοι μικροί και σε αρκετές περιπτώσεις να χρειάζονται συντήρηση οδηγώ τον Τιγράκο μου σ΄ένα αρκετά ενδιαφέρον τοπίο, σχεδόν παντού το πράσινο να με πνίγει καθώς οι στροφές φέρνει η μια την άλλη. Λίγο έξω από Μηλιωτάδες τσακ στα αριστερά μου ένα πέτρινο γεφύρι να στέκεται με οντότητα. Το γεφύρι του Καμπέρ Αγά κτισμένο τον 18ο αιώνα για την καλή συγκοινωνία των καραβανιών, ένα χάνι ήταν κτισμένο στην περιοχή για τον ίδιο λόγο.
Συνεχίζω και δεν πολύ αργεί, ούτε 5 χλμ, ακριβώς πάνω στον δρόμο στα αριστερά μου ακόμη ένα γεφύρι, αυτό με κάνει να σκεφτώ ότι από πολύ νωρίς η περιοχή έχει πολλά να μου αναδείξει, έχει αρκετά ώστε να εμπλουτίσει το διάβα μου. Και βέβαια ακόμη μια στάση στα σίγουρα, πάνω στον ποταμό Βάρδα βρίσκετε αυτό το όμορφο γεφύρι με την φύση να το πνίγει. Το γεφύρι της Τσίπιανης είναι κτισμένο το 1875 πιστεύετε και με ένα τόξο, κτίστηκε για να ενώνει την περιοχή του ανατολικού Ζαγορίου με τα Ιωάννινα. Φώτο, βίντεο, τσιγάρο, νερό με φόντο το γεφύρι… κλασικά μοτοσυκλετιστικά μοτίβα.
Συνεχίζω την σχεδιασμένη μου διαδρομή για χωριά Δόλιανη, Καστανώνας, Μακρίνο και Ελατοχώρι. Τοπίο ορεινό, τοπίο δασώδες, χωριά μικρά στο διάβα μου. Μετά το Ελατοχώρι είναι το πέρασμα Βάλια Κάλντα, είμαι στην καρδιά της ένδοξης Πίνδου και στο καλύτερο/ομορφότερο πέρασμα της. Τα δέντρα ψηλά, οι στροφές ατέλειωτες, η μαγεία της φύσης παίρνει τα πάνω της μαζί με υψόμετρο που δεν σταματάει να βάζει μέτρα στο μαραφέτι μου (GPS). Το ψηλότερο σημείο που με έβγαλε ο δρόμος ήταν γύρω στα 2100 μέτρα αν θυμάμαι καλά, το κρύο ήταν κάπως υπαρκτό αλλά συνεχίζω με τα καλοκαιρινά μου μοτοσυκλετιστικά ιμάτια. Τα ματάκια μου δεν κουράζονται, το κορμί μου το ίδιο, οδηγώ και απολαμβάνω αυτά που δίνονται μπροστά μου, χαίρομαι που είμαι καβάλα στην μηχανή μου και έχω αυτά γύρω μου σαν θέα.
Σύντομα περνάω ένα μικρό γεφυράκι και μπαίνω στο χωριό Βοβούσα. Γραφικό και όμορφο καθώς οδηγώ τα μικρά του δρομάκια, φτάνω στην πέτρινη πλατεία δίπλα από τον Αώο ποταμό και με το μεγάλο επίσης πέτρινο γεφύρι του χωριού κτισμένο το 1748. Στην πετρόκτιστη γραφική πλατεία ο καφενές κλειστός, μου είπαν ότι ψες το βράδυ γιόρταζαν και είχαν γλέντι εκεί και φαίνεται παρά-κοιμήθηκαν. Πάρα κάτω άλλος καφενές και την άραξα, ο χώρος με καλούσε να του δώσω απ΄τον χρόνο μου. Παράγγειλα και το τόστ μου με συνοδεία καπουτσίνο, ναι ακόμα και εκεί στα απόμερα ορεινά είχε τέτοιο καφέ, κάθομαι στην πίσω τζαμαρία βλέποντας ποταμό και γεφύρι με τις βουνοπλαγιές της Πίνδου στο πίσω σκηνικό… ξέρετε τι θα πω, ξέρετε τι είδους συναισθήματα μου γέμισαν το μυαλό…!!!
Η Βοβούσα έχει βλάχικες ρίζες, περιήλθε στην Ελλάδα το 1913 κατά την διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων. Τα πέτρινα κτίσματα σπιτιών, στεγών, γεφυριών κ.λ.π. είναι μάλλον αποτέλεσμα της διπλανής περιοχής των Μαστοροχωριών όπου οι κάτοικοι της ήταν φημισμένοι μάστορες, σημερινοί οικοδόμοι, και δούλευαν την πέτρα με απίστευτη τέχνη και μαστοριά έτσι πήραν και την ονομασία της η περιοχή.
Συνεχίζω την διαδρομή μου στον Εθνικό Δρυμό της Βάλια Κάλντα για χωριά Περβόλι, Ζίακας, Ανάβρυτα, Δότσικο για να φτάσω στο Επταχώρι και να ενωθώ με τον κεντρικό δρόμο προς Κόνιτσα, δρόμος 20. Η ομορφιά δεν σταμάτησε, τα χωριά μικρά και γραφικότατα. Τα δάση δεν έφυγαν, παραμένουν μαζί μου παρεούλα στις διαδρομές μου. Σε στάση μου στην μέση του πουθενά για να απολαύσω τοπίο κι ένα τσιγάρο, μια αγέλη άγριων αλόγων πέρασε 20 μέτρα από το σημείο που στεκόμουν, έμεινα σαν βλάκας και τα παρακολουθούσα να οδεύουν σε χαλαρούς ρυθμούς μέσα στα δάση, μια ζήλεια μ΄έζωσε βλέποντας αυτά τα ζώα να ζουν εδώ πάνω ανέμελα και χωρίς αστικούς ρυθμούς, ηχορύπανση, βαβούρα και ανθρώπους, μόνα εδώ να περιφέρονται μέσα στην ατέλειωτη φύση είναι κάτι που ζήλεψα πολύ.
Η διαδρομή για Κόνιτσα σε χαλαρούς ρυθμούς με λιγοστή κίνηση συνεχίζω την πράσινη διαδρομή μου. Έξω από Κόνιτσα το πέτρινο της γεφύρι σηματοδοτεί την αρχή της μαγευτικής χαράδρας του Βίκου και Αώου. Ένα φαράγγι που τα λόγια στερεύουν για να περιγράψουν τις εικόνες, δεν το είδα, δεν το περπάτησα αλλά είδα αμέτρητες φωτογραφίες και βίντεο που αναδεικνύουν την μαγεία του.
Πολύ κοντά το χωριό Κλειδωνιά με το επίσης πέτρινο του γεφύρι. Δύσκολα βρίσκεις χώρο για να το αποτυπώσεις όλο σε μια φώτο γιατί η φύση δεν σε αφήνει, το αγκαλιάζει σχεδόν από παντού. Ο ποταμός Βοϊδομάτης το περνά, κτισμένο το 1853 και οι αχτίνες του ήλιο δύσκολα το φωτίζουν.
Μπαίνω αριστερά για χωριό Αρίστη, παίρνω υψόμετρο και πλέον βλέπω καθαρά τα άγρια βουνά και την ομορφιά της Τύμφης, εικόνες μοναδικές. Το χωριό Αρίστη πανέμορφο και γραφικότατο αλλά με αρκετή τουριστική κίνηση, αυτοκίνητα, ποδήλατα και ορδές κόσμου γέμισαν ασφυκτικά την πλατεία. Συνεχίζω για Τσεπέλοβο, ταμπέλες για παλιά γραφικά γεφύρια πολλές, ξωκλήσια επίσης. Καθώς ανεβαίνω πάλι υψόμετρο να΄σου και το επίσης υπέροχο γεφύρι του Κόκκορου. Ανάμεσα σε βραχώδες άγριο σκηνικό είναι βαλμένο το γεφύρι, κτισμένο το 1750. Φήμες και ιστορικά ντοκουμέντα ζώνουν το γεφύρι όπως και την περιοχή γύρω.
Και σύντομα φτάνουμε στο υπέροχο Τσεπέλοβο, για να βρούμε το μικρό μας ξενοδοχείο κάναμε κατά λάθος μια γύρα στα πέτρινα σοκάκια του, πήραμε μια πρώτη δόση γραφικότητας. Την αράξαμε στο πέτρινο επίσης μικρό ξενοδοχείο με το όνομα Τύμφη, η βεράντα μας έβλεπε τις κάτω πεδιάδες. Τακτοποιήσαμε πραμάτια μας και άμεσα για αναγνώριση μετά πόδας. Το Τσεπέλοβο είναι απίστευτα γραφικό και συγκρινόμενο από άλλα χωριά των Ζαγορίων το βάζω πολύ ψηλά. Όλο το χωριό είναι στρωμένο με πέτρα για οδόστρωμα, η πλατεία του μεγάλη μ΄ένα τεράστιο πλάτανο να δίνει σκιά σχεδόν σ΄όλη την πλατεία, λίγα μικρά γραφικά μαγαζάκια έντυναν την παράδοση, γραφικοί καφενέδες το ίδιο, ταβέρνες, πετρόκτιστα καμπαναριά, γκαλερί, σχολείο (φέτος έκλεισε) απαρτίζουν αυτά που μας έδωσε η βόλτα μας. Λόγω εποχής κόσμος αρκετός και μια σχετική αναπόφευκτη βαβούρα υπήρχε αλλά μπορούσες να νιώσεις την Ήπειρο, την Πίνδο που μας περιτριγύριζαν, την γραφικότητα, την παράδοση. Η βόλτα μας κράτησε καμιά ώρα, περπατήσαμε μέχρι τις πάνω γειτονίες, επισκεφθήκαμε το σχολείο, το κοινοτικό γραφείο αλλά κυρίως περιεργαστήκαμε τα ίδια τα σπίτια, τα απλά γραφικά πετρόκτιστα σπίτια που ζει ο λιγοστός κόσμος πλέον εδώ πάνω. Μιλήσαμε με μόνιμους κατοίκους που ήρθαν πριν χρόνια, έκαναν αποκέντρωση, Αθηναίοι που βαρέθηκαν την απαίσια αστική ζωή και τόλμησαν να έρθουν εδώ για μια ήρεμη απλοϊκή ζωή… τους ζήλεψα, κάτι τέτοιο θέλω να κάνω κι΄ εγώ στην προσωπική μου ζωή αλλά ακόμα δεν βρήκα τον τρόπο, την χρυσή τομή και όπως πάω ποτέ δεν θα τα καταφέρω με βλέπω.
Καθίσαμε σ΄ένα καφενείο που έκλεινε εκείνη την ώρα για απογευματινή σιέστα, πήραμε τα γλυκά κουταλιού μας συνοδευμένα με λεμονάδα και κάτσαμε με φόντο την πλατεία καθώς το καφενείο κλείδωνε τις πόρτες του μετά από εμάς. Βλέπαμε τον κόσμο να περπατά στα σοκάκια, τους απέναντι να τρώνε στην κεντρική πλατεία, οικογένειες να οδεύουν προς τους καφενέδες φορώντας τα καλύτερα τους ρούχα καθώς παίρναμε τα νόστιμα γλυκά μας. Ο ήλιος πλέον χώθηκε πίσω από τις ένδοξες αυτές βουνοκορφές, η πείνα έδινε προειδοποιητικά σημάδια έτσι αφήσαμε τον καφενέ και περπατήσαμε 15 βήματα για την απέναντι ταβέρνα Εδώ πάνω θα φας κρεατικό από ντόπιες στάνες όπως επίσης και τυροκομικά... φυσικά έτσι κάναμε κι΄εμείς σαν καλοί «τουρίστες» αφού κάτσαμε σε μια παραδοσιακή μικρή ταβέρνα με μια μικρή κληματαριά για σκεπή μας. Όσο από ύπνο, με μια δροσερή ατμόσφαιρα να αιωρείται, είδαμε τα καλύτερα όνειρα με τον μορφέα να μας αγκαλιάζει πολύ σφικτά.
Κόκορες λαλούσαν, το ξύπνημα ήρθε γλυκά, ώρα άγνωστη και με την δροσούλα αυγή να διώχνει την σκοτούρα της νυχτιάς. Βέβαια ξανα-ρίξαμε ακόμη ένα υπνάκο χωμένοι στα παπλώματα μέχρι που ξυπνήσαμε γύρω στις 830. Το πρωινό το πήραμε στην μικρή μπροστινή σκεπασμένη βεραντούλα του πέτρινου καταλύματος μας με την δροσιά παρέα. Φορτώνουμε τον τίγρη και φεύγουμε κάπως λυπημένοι που δεν κανονίσαμε έτσι το πρόγραμμα μας για ακόμη ένα βράδυ εδώ, επάνω στα αγέρωχα βουνά της Πίνδου !!!
Η Σούλη με αποχαιρετά, εγώ μόνος συνεχίζω για βορεινές κατευθύνσεις και εκείνη νότιες. Τα σύνορα της Κακαβιάς είναι κοντά, 45 χλμ βόρεια από Ιωάννινα. Φτάνω στα σύνορα με Αλβανία σύντομα και άμεσα μπαίνω σε μια άλλη ένδοξη περιοχή του Ελληνισμού, την Βόρεια Ήπειρο, την περιοχή της Δρόπολης με τα 34 Ελληνικά χωριά της. Εδώ που ο παλμός του Ελληνισμού αν και παραπαίει, ακόμα κτυπά, ακόμα ζει. Αρχίζω να βλέπω τα χωριά αμφιθεατρικά κτισμένα στους πρόποδες των ψηλών βουνών, Ελληνικά ονόματα και οδικές πινακίδες δεξιά και αριστερά μου. Οδηγάω χαλαρά ώστε να τα βλέπω, να τα ξαναβλέπω ίσως για 3η φόρα αλλά ποτέ δεν σταματάνε να με μαγνητίζουν, το βλέμμα μου μέσα απ΄το κράνος είναι προσηλωμένο προς αυτά ίσως θέλοντας να δείξω την δική μου υποστήριξη και την δική μου αγάπη προς του κατοίκους εδώ. Καθώς περνούσα απ΄εδώ τέλη Μαΐου το τοπίο, με την Άνοιξη ακόμη ζωντανή εδώ, πανέμορφο, υπέροχο και έδωσα υπόσχεση στον εαυτό μου να ξανα-έρθω εδώ με τέτοια εποχή αλλά και με περισσότερο χρόνο για να τα ξανανιώσω εντονότερα.
Στάση έξω από χωριό Τεριαχάτες, στο καφενείο του Κώστα, είναι το πόστο μου εδώ για καφέ Ελληνικό και να μιλήσω με ντόπιους. Αυτή την φορά όμως κατάφερα με μπαμπέσικο τρόπο και πλήρωσα εγώ τις μπύρες και τσίπουρα του διπλανού τραπεζιού που πιάσαμε κουβέντα. Καθώς έβαζα τσιγάρα και κινητό στο tank-bag τους άκουσα που λέγανε « ήρθε ο Κύπριος και μας τα πλήρωσε αντί εμείς να τον κεράσουμε »… αυτό το σχόλιο λέει πολλά.
Με τον Δρίνο ποταμό σαν σκιά μου στον δρόμο SH4, κατευθύνομαι για Δειναρικές Άλπεις σε Αλβανικό έδαφος. Ο δρόμος 4 με παίρνει από Fier (12 χλμ έξω βρίσκετε η υπέροχη Ελληνική αρχαία πόλη της Απολλώνιας) μέχρι και το Δυρράχιο. Μετά συνεχίζω για Σκόδρα με τον Ε762, από το Milot με Ε851 και μετά το Rubik επιλέγω επαρχιακό, τον SH30. Κλασικός άσχημος επαρχιακός Αλβανικός δρόμος που σύντομα με κούρασε και μετάνιωσα για την επιλογή του.
Μικρά φτωχά χωριά των λίγων κατοίκων στην διαδρομή και το μόνο που έσωζε λίγο την κατάσταση είναι τα αρκετά χριστιανικά ξωκλήσια που συνάντησα, ακόμα και κατσικόδρομο πήρα για να βγω τον λόφο μέχρι ένα ξωκλήσι που μου πρόσφερε ξεκούραση και θέα. Μέχρι το χωριό Reps όμως κράτησε αυτό, ο 30 γίνετε υπέροχος σε κατάσταση με μια σχετικά ενδιαφέρουσα διαδρομή με κομμάτια όμορφα που έσπαζαν την μονοτονία. Στο τέλος του μπαίνω δεξιά για τον SH5 και σύντομα αριστερά για SH22. Ένας δρόμος 50 χλμ μέχρι την πόλη Fierza. Δρόμος με ατέλειωτο στροφιλίκη, σημεία με πανέμορφο τοπίο, δρόμος με άσχημο οδόστρωμα που θέλεις τουλάχιστον 1 ώρα να το κάνεις. Ένα αλπικού τύπου μικρό όμορφο ξενοδοχείο στα μέσα της διαδρομής εκτελεί χρέη οάσεως. Στάση για καφέ χωρίς δισταγμό, σύννεφα απειλητικά άρχιζε να μαζεύονται στον ουρανό καθώς ρουφούσα τον καπουτσίνο μου.
Στην διαδρομή παρόλο που την έκανα και πέρυσι δεν θυμόμουν αν είχε συχνά πρατήρια έτσι έβαλα σημάδια και χιλιομετρικές αποστάσεις ώστε όταν φεύγω να μην μείνω εδώ πάνω να μεν φάνε οι αρκούδες. Φτάνω Fierza και με τον ίδιο δρόμο, 22, προχωρώ για Dushaj πάνω στον ποταμό Valbona. Προορισμός μου η αλπικού τύπου περιοχή της Valbona, το Εθνικό πάρκο. Εδώ πάνω βρίσκετε και η ψηλότερη των Δειναρικών Άλπεων κορυφή, η Maja Jezerce στα 2,694 μέτρα.
Οι Δειναρικές Άλπεις κρατάνε μήκος 645 χλμ κατά μήκος της Αδριατικής θάλασσας. Το όνομα βγήκε από την Σέρβικη λέξη Dinara, ονομασία μια από της κορυφές της οροσειράς. Διασχίζει την Σλοβενία, Βοσνία Ερζεγοβίνη, Σερβία, Μαυροβούνιο και Αλβανία με ψηλότερη κορυφή την Maja Jezerce στα 2,694 μέτρα. Είναι πολύ δύσβατη και απόκρημνη (βλέπε φαράγγι Τάρα στα Durmitor) οροσειρά, γι΄αυτό οι Ρωμαίοι έκαναν 3 αιώνες να κατακτήσουν την περιοχή από τους Ιλλύριους, με αποτέλεσμα έως την σημερινή εποχή να είναι αραιοκατοικημένη σαν περιοχή.
Αφήνοντας πίσω μου την μικρή πόλη Bujan, είμαι ακόμα στον δρόμο 22, πλέον το σκηνικό γύρω μου άρχισε να αλλάζει. Το πράσινο εντονότερο, η κίνηση λιγότερη με τα Δειναρικά βουνά να φαίνονται στον κοντινό ορίζοντα μου. Η θερμοκρασία έπεσε λιγάκι και πολύ σύντομα μπήκα μέσα στην οροσειρά. Αμέσως ήρθε για παρέα στην διαδρομή ο ποταμός Valbona. Η αγριάδα των ορών ορατή άμεσα, πανέμορφα τα βουνά και σχετικά στενό το πέρασμα, δεξιά μου και αριστερά μου υψώνονταν τα όρη δίνοντας μου υπέροχες, μαγευτικές εικόνες. Αυτό όμως που πραγματικά με μάγεψε, έμεινα άφωνος, ήταν τα νερά του ποταμού. Κρυστάλλινα ολοκάθαρα νερά με χρώμα ανοικτό τυρκουάζ, τέτοια ποταμίσια νερά είναι σπάνιο θέαμα. Μόνο στον ποταμό Αχέροντα στην Ελλάδα είδα τέτοια νερά, αυτό γίνετε γιατί οι πολλοί βράχοι καθαρίζουν το νερό από προσχώσεις γενικά που φέρουν μαζί τους τα ποτάμια.
Απογευματάκι πλέον, στα ενδότερα μου ένιωθα απίστευτα τυχερός/προνομιούχος γιατί είμαι σ΄ένα τέτοιο μοναδικό/υπέροχο/μαγικό τοπίο και να οδηγώ τον τίγρη μου σε χαλαρούς ρυθμούς ανάμεσα από ήρεμους δρόμους για να φτάσω στην περιοχή Valbona. Χωρίς υπερβολές και φανφάρες, το τοπίο έδινε απλά ρέστα, το χρωματιστό ποτάμι και τα βουνά πανύψηλα ακριβώς δίπλα μου μέσα στην στενή κοιλάδα, δεν άφηναν περιθώρια που να μην τρελαινόμουν, που να μην σκίρταγαν μάτια, μυαλό και όλες μου οι αισθήσεις.
Έβαλα στο μάτι ένα μικρό ξενοδοχείο αλπικού τύπου με καλή τιμή μέσω διαδικτύου στην καρδιά της περιοχής. Φτάνω εκεί και ευτυχώς βρήκα δωμάτιο, τα παιδιά μιλούσαν και λίγα Ελληνικά και ειδικότερα ο μάγειρας, ένας 55άρης συμπαθητικός πράος άνθρωπος που τα τελευταία 30 χρόνια ζει με την οικογένεια του Ελλάδα. Τοποθετώ την μοναδική μου βαλίτσα στο δωμάτιο, βάζω τζην και αθλητικά και ξεκινώ για εξερεύνηση. Πήρα χωματόδρομους εκεί γύρω από το ξενοδοχείο, πέρασα πάνω από μικρά ξύλινα γεφυράκια, αγρότες βρήκα στον δρόμο μου, άλογα, στάνες και ειδικότερα βρήκα… ένα τοπίο και μια ατμόσφαιρα που μου θύμιζε παλιές εποχές και αυτό συνδυαζόταν με το μοναδικό τοπίο που ανάφερα πιο πάνω, αυτό με έκανε να το νιώσω παρατηρώντας τους αγρότες εδώ να δουλεύουν την γη με την αρχέγονη μέθοδο όπως έχω δει και στις Καυκάσιες περιοχές. Προχωρώ στα ενδότερα της περιοχής μέσο ασφάλτου, από πληροφορίες που πήρα, ένα μεγάλο μονοπάτι δίπλα από ένα χείμαρρο ενώνει την εδώ περιοχή με την απέναντι, το Theth. Ανάμεσα από Valbona και Theth βρίσκετε η ψηλότερη κορυφή, η Maja Jezerce. Αφήνω λίγο την άσφαλτο και μπαίνω στον χείμαρρο, οδηγώ τον σχετικά δύσβατο χωμάτινο πέρασμα για 2 χλμ περίπου, οι πολλές πέτρες και το δύσβατο με αναγκάζουν σε στάση. Είμαι μόνος εδώ, είδα μακριά μου λίγους πεζοπόρους που περπατάνε ανάμεσα στις 2 περιοχές. Σιγή παντού, μέσα στην καρδιά των Δειναρικών Άλπεων στέκομαι και βλέπω γύρω μου, μόνο βλέπω γιατί τίποτε δεν ακούγετε, νεκρική σιγή στην ατμόσφαιρα. Έμεινα λίγα λεπτά εκεί να απολαύσω το όλο ορεινό θέαμα, οι αισθήσεις μου πάλι στο ζενίθ τους.
Με ασταμάτητη παντοτινή παρέα τον χρωματιστό ποταμό της Valbona επιστρέφω, μικρά γεφυράκια με μικρά ξύλινα σπιτάκια και τον ποταμό δίπλα τους με καλούν για στάση, φώτο και οπτική νιρβάνα. Μια απόσταση λίγων χιλιομέτρων, 2 χλμ ίσως, έκανα 3-4 στάσεις για να καταλάβετε πόση ομορφιά αλλιώτικη κατέχεται στα μέρη αυτά. Εδώ στην περιοχή βέβαια δεν υπάρχει τίποτε άλλο παρά μόνο κάποια καταλύματα, μερικά καφέ/εστιατόρια και τίποτα άλλο, μα απολύτως τίποτα άλλο και όλα σκορπισμένα στην μικρούλα διαδρομή.
Το απόγευμα καλά μπήκε και φτάνω ξενοδοχείο, κάθομαι στην βεράντα με μια μπυρίτσα και χαζεύω σαν βλαχαδερό τα πανέμορφα πέριξ. Έρχεται και ο μάγειρας για λίγη κουβεντούλα, ευκαιρία να μάθω για την περιοχή παρόλο που και αυτός ήρθε πριν μερικούς μήνες εδώ για δουλειά. Τα βουνά είναι γεμάτο περάσματα που τα χρησιμοποιούν εδώ και πολλά χρόνια οι κάτοικοι για να μπουν Σερβία και το αντίστροφο. Πολλοί κατέφυγαν εδώ μέσω των περασμάτων για να γλυτώσουν τον πόλεμο στην Γιουγκοσλαβία αρχές του ΄90.
Ο ήλιος καλά κρύφτηκε πίσω από τις βουνοκορφές και ο μάγειρας εν ονόματι Πέτρος μου έφερε κατσικάκι ντόπιο στο φούρνο ψημένο, πατάτες φούρνου, φέτα ψητή σε λάδι και λαχανικά τηγανιτά. Εγώ να μασουλάω σαν λύκος το λουκούλλειο μου γεύμα που με μαεστρία μου έψησε ο Πέτρος και το σούρουπο να δίνει ακόμη πιο μαγευτικές εικόνες, είμαι ευτυχισμένος όσο δεν περιγράφεται. Μου φέρνουν και ένα ουζάκι στο τέλος για απεριτίφ και όλα είναι… μια αληθινή υπαρκτή ΟΥΤΟΠΙΑ !!!
Επόμενο πρωί τα μαζεύω μετά από πρωινό στο ίδιο σκηνικό με ψες. Ευχαριστώ θερμά τον Πέτρο και τα άλλα παιδιά εκεί και φεύγω. Μπορούσα να πάρω το πλοιαράκι από Fierza για Κομάνι αλλά το έκανα πέρυσι και 3.5 ώρες σε μια βάρκα το βρίσκω πολλές έτσι προτίμησα να κάνω διαδρομές. Οδεύω λοιπόν για Σκόδρα για να συναντήσω τον Νεκτάριο μ΄ένα BMW XR1000 όπου θα κάνουμε μαζί τις υπόλοιπες διαδρομές. Στο όμορφο κέντρο της Σκόδρας γίνετε η συνάντηση με καφεδάκι για την αντάμωση με τον καλό φίλο Νεκτάριο. Τα είπαμε, πήραμε και τον καφέ μας και αναχωρούμε, πολύ σύντομα μπαίνουμε Μαυροβούνιο, απ΄εδώ θα διανύσουμε 1000 χλμ περίπου όλο πάνω στις Αδριατικές ακτές.
Μαυροβούνιο και δρόμος Ε851, όμορφες διαδρομές με το μπλε της Αδριατικής συνεχώς στα αριστερά μας για παρέα μέχρι το Κοτόρ, πλέον οι ορδές των τουριστών πήγαν σπίτια τους, μέσα σε Φθινοπωρινό παραθαλάσσιο σκηνικό η οδήγηση είναι σκέτη απόλαυση, ήρεμοι δρόμοι και με θερμοκρασίες ανθρώπινες, όλα φαντάζουν υπέροχα. Περνάμε στα γρήγορα τα γραφικά και όμορφα Sveti Stefan και Budva και άμεσα προς Κοτόρ για να πάρουμε πλοιαράκι να περάσουμε το μικρό πέρασμα, Lepetane – Kamenari. Την διαδρομή γύρω από κόλπο του Κοτόρ την έκανα και έτσι θα κάνω το αλλιώτικο, άσε που θα τρελαθώ και θα κάνω στάσεις ασταμάτητες για φώτο και αυτό θα μου δώσει καθυστέρηση, πρέπει να είμαστε Zadar το απόγευμα αργά.
Το μικρό πορθμείο μας πέρασε τα στενά του Κοτόρ σε 7-8 λεπτά με κόστος 1 ευρώ έκαστος. Μόλις βγαίνουμε στάση για τσίμπημα σε μια υπαίθρια ψησταριά. Δεν πολύ-καθίσαμε γιατί έχουμε μπροστά μας ακόμα 400 χλμ περίπου. Πολύ κοντά τα σύνορα, χωρίς πράσινη κάρτα μπαίνουμε Κροατία. Το σκηνικό αργά αργά άρχισε να παίρνει τα πάνω του, άρχισε να εμπλουτίζει από χρώματα και σκηνικό. Φιδίσιοι δρόμοι καθώς γλείφουμε κυριολεκτικά τις Αδριατικές ακτές.
Το διάσημο Dubrovnik με τις χιλιάδες μπουλούκια τουριστών κάθε καλοκαίρι έρχεται στην οπτική μας ματιά. Τι να πω, τι να προσθέσω… από ψηλά που το παρατηρώ τα επίθετα απλά στερεύουν, τελείωσαν. Μαγευτικά τοποθετημένο στις Κροατικές ακτές αυτή η Ενετική πόλη απλά μαγνητίζει άθελα της. Η διαδρομή μας περνάει από παραθαλάσσια γραφικά χωριά και υπέροχα θαλασσινά σκηνικά. Χρόνια τώρα σνομπάρω την Κροατία και ειδικότερα τις Δαλματικές ακτές… πόσο λάθος είχα, πόσο στην κοσμάρα μου ήμουνα.
Το υπέροχο σκηνικό καλά κρατεί μέχρι την πόλη Vlaka (όνομα και πράμα), εδώ θα πάρουμε αυτοκινητόδρομο για να τελειώνουμε με τα ατέλειωτα χιλιόμετρα ημέρας. Το δειλινό καλά κρατεί, ο ήλιος άρχισε να χάνει την δύναμη του και όμορφοι χρωματισμοί άρχισαν να μπαίνουν στο οπτικό μας φάσμα. Σχεδόν βράδυ φτάνουμε στη πόλη προορισμού μας, το Zadar. Τακτοποιούμε την πραμάτεια μας στο μικρό διαμερισματάκι που νοικιάσαμε στα προάστια της μικρής πόλης. Ευτυχώς το νεαρό ζευγάρι που νοικιάσαμε μιλούσε αγγλικά έτσι μας συμβούλεψαν να μην πάμε στο παλιό κέντρο για φαί γιατί το πιο πιθανών να μας άρπαζαν τα οπίσθια και ίσως να μην τρώγαμε και καλά, έτσι, πολύ κοντά μας είχε ωραιότατα τοπικά εστιατόρια μας είπαν. Μετά πόδας οδεύουμε εκεί, γουρουνιές έξω στις μεγάλες ψησταριές μας υποδέχτηκαν στο εστιατόριο, μ΄ένα Ιταλό μοναχικό καβαλάρη με Africa Twin 1000 καταβροχθίσαμε τα καημένα αυτά ζωάκια συνοδευμένα με πατάτες φούρνου και Σέρβικη σαλάτα Shopska.
Ξυπνητήρι βαράει στις 8, ο ήλιος μας περίμενε να μας καλημερίσει, φορτώνουμε μηχανές και στο πρώτο cafe σταματάμε για πρωινό μας. Σάντουιτς και καφεδάκι μας δίνουν δυνάμεις για σημερινές διαδρομές, 420 χλμ μας καρτερούν.
Συνεχίζουμε με αυτοκινητόδρομο, άχαρος όπως πάντα αλλά οι αποστάσεις μικραίνουν έντονα. Ανεβαίνουμε υψομετρικά με τον ήλιο παρέα, μπαίνουμε σ΄ένα μακρύ τούνελ και βγαίνοντας… ομίχλη και κρύο μας περίμεναν σάμπως και μεταφερθήκαμε στην Σκανδιναβική χερσόνησο, το υψόμετρο στα 600 μέτρα αλλά τσιμπούσεεεεεε.
Βγήκαμε λίγο από Rijeka, παραλιακά και πάλι σ΄ένα αρκετά συμπαθητικό τοπίο με προορισμό μας το Bovec στην Σλοβενία. Ψιλόβροχο αρχινά, βάζουμε αδιάβροχα μπας και δυναμώσει και δεν βρούμε άμεσα χώρο σκεπασμένο για στάση. Από την πόλη Rupa περνάμε στην Σλοβενία με μηδαμινούς ελέγχους στο σύνορο. Με την βροχή πιο έντονη αλλά με σχετικά ψηλές θερμοκρασίες, μπαίνω σε γραφείο των συνόρων για αγορά Vignette και μου λέει ότι δεν έχει για μηχανές, ακόμα και ο Γερμανός που ήταν εκεί για τον ίδιο λόγο με έβλεπε με περιέργεια πως και επίσημο γραφείο για έκδοση Vignette να μην έχει για μηχανές, 15 ευρώ έλεγε στο γραφείο η Vignette.
Μέσα σε συνεχή μέτρια βροχή συνεχίζουμε στις ολοπράσινες πεδιάδες της μικρής αυτής χώρας. Δεν σταματάμε πουθενά εκτός για φουλάρισμα, η βροχή μας εμποδίζει να απολαύσουμε τον περίγυρο μας. Κάποτε σταματάει η βροχή αλλά για πολλή λίγο, οδηγούμε συνετά τους βρεγμένους οδούς διπλής κατεύθυνσης με την μέτρια σε όγκο κίνηση από τετράτροχα.
Από πόλη Logatec και δρόμο 102 αρχίζουμε να κοντεύουμε στην πόλη για το βράδυ, στους πρόποδες πλέον των Ιουλιανών Άλπεων και διαμέσου της κοιλάδας Soca, φτάνουμε στην μικρούλα πόλη/χωριό Bovec. Μουντός συννεφιασμένος ουρανός και ψιλή βροχή κάθε τόσο καθώς περπατούμε την πόλη, γνωριμία και κάτι να τσιμπήσουμε. Ίσως στο μοναδικό γραφικό/ντόπιο εστιατόριο του Bovec, το γκαρσόνι λίγο περίεργο και ο Νεκτάριος τα παίρνει μαζί του, άσκοπα προσπαθούσα να του εξηγήσω ότι απλά είναι ο τρόπος του τέτοιος και η φωνή του κάπως δυνατή και επίσης να του δώσω να καταλάβει ότι μάλλον θα μείνουμε νηστικοί… ευτυχώς κάλμαρε και έτσι απολαύσαμε το βραδινό μας με το γκαρσόνι πλέον να γίνετε πολύ συμπαθητικό.
Λιακάδα με κανένα ίχνος σύννεφου μας βρίσκει το πολύ πρωί. Κεντρική πλατεία για πρωινό, δεν μπορούσαμε να τα είχαμε όλα υπέρ μας, το κρύο ήταν αρκετό. Απολαύσαμε ένα τοστ με το καφεδάκι μας ανάμεσα σε όμορφα κτίρια που περικλείουν τον χώρο και στο βάθος οι κορυφές, τα όρη, οι Ιουλιανές Άλπεις.
Από νωρίς το τοπίο πανέμορφο, Αλπικό παραδοσιακό που μόνο απόλαυση έδινε. Παρόλο το πρωινό κρύο, η απόλαυση τόσο ψηλά που δεν το νιώθαμε. Πλώρη για σημείο Mangart, πάνω στα σύνορα με Ιταλία και Αυστρία. Δάση και άγρια βουνά με εικόνες πανέμορφες ανεβαίνουμε τις Ιουλιανές Άλπεις. Σε κάποιο σημείο πετάγετε ένας νεαρός μέσα από μια ξύλινη κατασκευή, σαν σκοπιά στρατιωτών. Σταματάμε και μας λέει ότι θέλει 10 ευρώ, 5 για κάθε μηχανή ως είσοδος. Άρχισα να μουρμουρώ με ακαταλαβίστικα αγγλικά και ο νεαρός ψάρωσε, βαρέθηκε να με ακούει… μου είπε 5 ευρώ και για τις 2 μηχανές, έτσι, συνεχίσαμε την διαδρομή μας. Ο δρόμος στενεύει σε σχετικά επικίνδυνα σημεία, ατέλειωτες χαράδρες στο πλάι μας και αρκετά μικροσκοπικά τούνελ. Στα 2055 μέτρα φτάσαμε στο σημείο, ώρα 9:00 και με τέτοιο υψόμετρο το κρύο κόντευε τους 0 βαθμούς. Είμαστε τυχεροί, λιακάδα σ΄όλο το φάσμα του ουρανού έτσι βλέπαμε απίστευτες θεάσεις.
Το σημείο Mangart είναι το 3ο ψηλότερο σημείο των Ιουλιανών Άλπεων και ο δρόμος είναι ο ψηλότερος της Σλοβενίας. Το όνομα των ορών είναι προς τιμή του Ρωμαίου αυτοκράτορα Ιούλιου Καίσαρα.
Χαζέψαμε αρκετά την άπλετη θέα με τις υπέροχες εικόνες, γάντια δεν βγάλαμε στην στάση για να καταλάβετε. Αφήνουμε το Mangart και κατηφορίζουμε, ευτυχώς μπας και ζεσταθούμε λιγάκι.
Τα Αλπικά τοπία δεν σταματούν να μας κάνουν παρέα καθώς οι κινητήρες μας γουργουρίζουν στην κοιλάδα Soca. Μια στάση για δεύτερο καφέ της ημέρας σ΄ένα ξύλινο cafe είναι απαραίτητο με τέτοιο σκηνικό, καθήμενοι και με τον ήλιο κατάμουτρα μας απολαμβάνουμε το καφεδάκι μας, τα κοκαλάκια μας επιτέλους άρχισαν να ζεσταίνονται. Πληρώσαμε τα 2 ευρώ μας και την κάνουμε.
Σύντομα μπαίνουμε στο πέρασμα Vrsic, πάλι ο δρόμος στενεύει, ατέλειωτες φουρκέτες των 180 μοιρών και με μέτρια ασφαλτόστρωση μας κάνει λιγάκι την ζωή δύσκολη. Αυτό το σκηνικό συνεχίστηκε για καμιά 15 χλμ μέχρι να ανεβούμε τα 1611 μέτρα, το ψηλότερο πέρασμα της Σλοβενίας. Ο διαδρομή ονομάζεται «Ρώσικος δρόμος» γιατί κτίστηκε τον 19ο αιώνα για στρατιωτικούς σκοπούς από Ρώσους αιχμαλώτους πολέμου.
Το πέρασμα ήταν και το φυσικό σύνορο Ιταλίας και Γιουγκοσλαβίας μέχρι τον 2ο Παγκόσμιο πόλεμο. Το όνομα Vrsic σημαίνει μικρή κορυφή και είναι παρμένο από την όρος Vrsic που βρίσκεται στην περιοχή. Λίγο πριν την κατάβαση μας για λίμνη Bled, στα δεξιά μας ένα Ρώσικο ξύλινο ξωκλήσι που έκτισαν οι Ρώσοι αιχμάλωτοι το 1916 για να τους θυμίζει το γεγονός.
Κατεβαίνοντας, τα σκηνικό πήρε τα πάνω του, απίστευτο αυτό που βλέπαμε. Μοναξιά του κράνους εδώ δεν νιώσαμε τίποτα, παρατηρούσαμε με ανοιχτό στόμα αυτά τα θεσπέσια όρη και τοπία, τα επίθετα έχουν στερέψει, το τοπίο ήταν απλά… Μαγικό!!!
Τελειώσαμε τις 50 φουρκέτες του περάσματος και επόμενη στάση σε λίμνη Bled. Οδηγούμε τον επαρχιακό δρόμο και όχι τον αυτοκινητόδρομο για την λίμνη σε ήρεμους οδούς με σχετικά λιγοστή κίνηση. Ηρεμία και λιγοστή γενικά κίνηση αλλά νιώθω πολύ καλύτερα στις απόμερες ορεινές διαδρομές, εκεί που νιώθω ότι κοντεύω σε «πολιτισμό» πλέον νιώθω απλά άβολα και μου προκαλεί νευρικότητα, έγινα λάτρης της μοναχισμού φαίνεται… βλέπε γήρας.
Η λίμνη κοντά είναι, σύντομα φτάσαμε και παρκάραμε πάνω στις όχθες τις με φόντο το νησάκι. Πολλής κόσμος και κοσμάκης, οι ορδές τουριστών ακόμη και τέλος Σεπτέμβρη δεν έπαυσαν να υπάρχουν. Επάνω στο νησάκι στην μέση της λίμνης, υπάρχουν διάφορα κτίσματα αλλά δεσπόζει του 17ου αιώνα εκκλησιά δοσμένη στην Παναγία. Ακόμα και σ΄ένα όμορφο γραφικό σκηνικό δεν πολύ-γουστάρω και την κάνουμε, συνεχίζουμε τον ίδιο δρόμο για την διπλανή λίμνη, Bohinjsko.
Σε καμιά 25ριά χλμ είμαστε στην λίμνη, κόσμος πολύ λιγότερος. Παρκάρουμε δίπλα από την υπέροχη εκκλησιά με αρχιτεκτονική περασμένων αιώνων δοσμένη, στον Αγ. Ιωάννη τον Βαπτιστή, και το πέτρινο γεφύρι. Φώτο και περπάτημα για να δούμε την λίμνη και ότι εμπεριέχει αυτή. Η λίμνη έχει διάφορα για να δεις και να κάνεις αλλά εμείς αρκεστήκαμε με τα απλά. Αυτό που αξίζει αναφοράς είναι το άγαλμα ενός κατσικιού, το Zlatorog (Χρυσό Κέρατο). Το Zlatorog το ζώνουν πολλοί μύθοι και ιστορίες ειδικότερα στις εδώ Αλπικές περιοχές, βασικά είναι μια ιστορία ενός βοσκού που αγάπησε μια όμορφη ντόπια κοπέλα και οι δυσκολίες να την κερδίσει.
Η ηρεμία, η υπέροχη μέρα και ο λιγοστός κόσμος έφερε επίσης και… πείνα. Αραδιάσαμε στις μπαγκαζιέρες τυρί, σαλάμι, ντομάτα, ψωμί και αρχίσαμε να μασουλάμε σαν βλέπαμε την γαλαζό-πράσινη λίμνη με τις κορυφές των Ιουλιανών Άλπεων να δεσπόζουν στο οπτικό μας πεδίο.
Έχουμε ακόμα καμιά 200αριά χλμ μέχρι το Maribor, έτσι η αναμονή μας εδώ δεν ήταν τύπου Αρμένικης. Διαμέσου μικρών χωριών και ακόμα επάνω στις Άλπεις, κατεβαίνουμε υψομετρικά για Ljubljana, δεν ξέρω ακριβώς ΠΟΥ και ΠΟΙΑ ονόματα χωριών ή τοποθεσιών αλλά οι δρόμοι 909 και 910 μας έδωσαν ΜΑΓΕΥΤΙΚΑ σκηνικά, ΜΑΓΕΥΤΙΚΕΣ διαδρομές και ΜΑΓΕΥΤΙΚΕΣ ΤΟΠΟΘΕΣΙΕΣ. Έχω δει Άλπεις, Καύκασο, Καρπάθια και τόσα άλλα όρη αλλά αυτό το τελευταίο σκηνικό θα μείνει μέσα στην βιβλιοθήκη του μυαλού, τόμος «Αξέχαστες Ορεινές Διαδρομές» που έχω κάνει. Από την σαστιμάρα μου δεν πήρα καμιά σημείωση για το που βρισκόμουν ή από πού περνούσα, απλά αφέθηκα σαν βλαχαδερό να οδηγώ τον Τιγράκο μου σ΄αυτό το «απλοϊκό και άχαρο»… ΤΟΠΙΟ !!!
Όσο κοντεύαμε την πρωτεύουσα, η κίνηση κλασικά μεγάλωνε. Αυτή όμως συνεχώς μεγάλωνε και άρχισε να γίνετε ανυπόφορη, έτσι, αντί για επαρχιακούς δρόμους προς Maribor, πήραμε αυτοκινητόδρομο για να μπορέσουμε να καλύψουμε την απόσταση.
Το απόγευμα καλά βαλμένο μέσα στην μέρα καθώς μπαίναμε στο Maribor. Σήμερα δεν είχα κάνει κράτηση για δωμάτια έτσι βασανιστήκαμε λιγάκι να βρούμε και βέβαια πληρώσαμε κάτι περισσότερο και κάτι παραπάνω για στάθμευση των μηχανών… αχχχχ.
Μικρή και όμορφη πόλη στα ανατολικά της χώρας, κοντά στα Αυστρό-Ουγγρικά σύνορα… ηρεμήστε, δεν βρεθήκαμε στον 19ο αιώνα. Πολλά για την πόλη δεν έψαξα γιατί απλά εδώ θα ήταν μια διανυκτέρευση. Το βραδάκι μας πήρε λίγη ώρα να βρούμε τι θα φάμε, όσο για ντόπια γαστρονομία ούτε λόγος, τζίφος, ίσως γιατί δεν το πολύ ψάξαμε.
Αρπάξαμε ένα καφέ συνοδευμένο με κρουασάν Σλοβένικο σ΄ένα καφέ πριν αφήσουμε Maribor και άμεσα προς Ουγγρικά σύνορα. Αυτοκινητόδρομος για κάλυψη χρόνου και απόστασης, έχουμε 450 χλμ μέχρι την πόλη Szeged, νότια Ουγγαρία σύνορα με Σερβία.
Χωρίς κανένα έλεγχο μπαίνουμε στην χώρα των Ούννων, η κατέυθυνση νότια και σε όμορφες πεδινές διαδρομές της χώρας και με τον ήλιο παρέα, οδεύουμε προς προορισμό. Είμαστε στην επαρχία της Παννονίας όπως ονόμαζαν οι Ρωμαίοι και είναι μια από της σημαντικές κρασοπεριοχές της Ουγγαρίας. Αμπελώνες λίγους είδαμε, περισσότερα μισό-ξεραμένα λειβάδια με ηλιοτρόπια είχαμε στην όλη μας διαδρομή μέχρι το Szeged.
Απογευματάκι φτάνουμε στο Szeged με αρκετή ζέστη. Το Szeged είναι η πρωτεύουσα της πάπρικας και εδώ θα φάτε πολύ καλό φαγητό ειδικότερα την διάσημη ντόπια ψαρόσουπα του Szeged. Η πόλη είναι η 3η μεγαλύτερη της χώρας και βρίσκετε πάνω στις όχθες του ποταμού Tisza. Εδώ θα μείνουμε 3 ημέρες, έχω παλιούς φίλους εδώ που ήθελα να ξαναδώ και επίσης και για μια μικρή ανάσα του ταξιδιού για ξεκούραση και ανασυγκρότηση.
Την πρώτη μας νύκτα εδώ στα σίγουρα σε γνωστά λημέρια την αράξαμε και ειδικότερα σε παραδοσιακό εστιατόριο πάνω στις όχθες του Tisza ποταμιού τρώγωντας ψαρόσουπα και βλέπωντας το ηλιοβασίλεμα να σβήνει σε μια από τις γέφυρες του πλωτού ποταμού.
Οι μέρες πέρασαν ευχάριστα, αρκετοί καφέδες ημερήσια και αρκετό σχετικά αλκοόλ βραδιάτικα με παλιούς φίλους και με αρκετό ύπνο γενικώς, αφήνουμε Szeged. Αυτοκινητόδρομος μέχρι Βουδαπέστη, πιάνουμε τον περιφερειακό για βόρεια προάστια. Θα πιάσουμε τον Δούναβη και θα τον ακολουθούμε πιστά για κάποια χιλιόμετρα. Εδώ είναι μια περιοχή που ονομάζεται Μεσογειακή Ουγγαρία, αρκετά χωριά και μικρές πόλεις με παραδοσιακό αυστηρά χαρακτήρα δίπλα στις όχθες του γαλάζιου Δούναβη με αρκετά cafe και παραδοσιακές ταβέρνες, οι Ούγγροι την ονόμασαν Μεσογειακή Ουγγαρία λόγω του χαρακτήρα που κατέχει.
Εμείς επιλέξαμε να μπούμε στο Szentendre για να απολαύσουμε το Μεσογειακό στοιχείο της περιοχής. Όντως, οδηγώντας μέσα στα στενά του Szentendre όλα είναι παραδοσιακά, υπέροχα πετρόκτιστα δρομάκια, σπίτια βαμμένα με ζωντανά χρώματα, παντού κυριαρχεί μια υπέροχη γραφικότητα. Βγήκαμε στον παραλιακό δρόμο, την αράξαμε σ΄ ένα cafe με φόντο, τι άλλο… τον διάσημο Δούναβη. Παραγγείλαμε τα καφεδάκια μας, βγάλαμε τις φώτο μας, τραβήξαμε τα βίντεο μας σαν καλοί
πιστοί τουρίστες δίχως να θέλουμε να πληγώσουμε την Γιαπωνέζικη κουλτούρα. Δίπλα μας στο απέναντι στενό, ένα Ελληνικό εστιατόριο και καθώς παρατηρούσα περισσότερο τον χώρο, η οδός έλεγε Gorog… που σημαίνει στην Ουγγρική, Ελλάδα.
Συνεχίζουμε τον κεντρικό δρόμο, δρόμος 11, για να φτάσουμε σύνορα με Σλοβακία. Η διαδρομή με λίγη αναλόγως κίνηση αλλά σε αρκετά ενδιαφέρουσα στοιχεία της φύσης με ασταμάτητη παρέα τον χιλιό-ειπωμένο πλωτό ποτάμι του Δούναβη. Από πόλη Esztergom θα περάσουμε για πολλοστή φορά τον Δούναβη πάνω στο σιδερένιο γεφύρι Maria Valeria, κτισμένο το 1895, όπου μια πινακίδα μας ενημερώνει ότι πλέον είμαστε Σλοβακία. Η διαδρομή παρά-Δουνάβια, συνεχίζει να ακολουθά αντίστροφα την ροή του νερών του, το σκηνικό απλοϊκό αλλά είχε κάτι που κέρδιζε την ματιά μας, μια αλλιώτικη ομορφιά απλώνετε μπροστά μας καθώς οδηγούμε τις υπαίθριες εκτάσεις τους Σλοβακικού νότου.
Χωρίς φανφάρες και αστέρια, καλύψαμε την απόσταση για την βραδινή μας σιέστα, απόγευμα φτάνουμε 25 χλμ ανατολικά της Μπρατισλάβας, πόλη Senec. Δεν μπήκαμε κέντρο αλλά φαινόταν ότι η πόλη μάλλον δεν είχε κάτι το γουάοοο να δείξει. Λίγη ξεκούραση στα δωμάτια μας στα προάστια της πόλης και το βραδάκι μας κέρδισε άμεσα ένα ξύλινο παραδοσιακό ξενοδοχείο πολύ κοντά στο δικό μας που είχε και εστιατόριο. Όλα ξύλινα μέσα, τομάρια γούνας πάνω στα παγκάκια τύπου πικ-νικ κι΄ένα μεγάλο ανοικτό τζάκι στην μέση. Ακόμα και οι σερβιτόροι ήταν ντυμένοι παραδοσιακά. Σουπίτσα και μετά ακολούθησε κρεατικό, υπέροχο παραδοσιακό φαγητό στο μεγαλείο του… τέτοια παραδοσιακά μέρη είναι παντοτινά μέσα στο «πρόγραμμα» κάθε ταξιδιού.
Το πολύ απλοϊκό μας μοτέλ είχε ένα πολύ γεμάτο πρωινό, έτσι, όπως καταλάβετε, δώσαμε με τα μούτρα σε ότι μας δινόταν για μασούλημα. Φορτώνουμε και όπως πάντα, στις 9 ήμασταν καβάλα τα μεγάλα μας On&Off. Σχεδόν δίπλα μας, η πρώτη μας επίσκεψη για την μέρα. Εδώ και χρόνια την έβαλα στο μάτι και επιτέλους τα κατάφερα τελικά, για αρχή θα κάνουμε την ονομαζόμενη «Οινοπεριοχή των Μικρών Καρπαθίων». Ο Σλοβακικός τουριστικός οργανισμός του κάνει αρκετή προώθηση εδώ και χρόνια, τα κεντρικά γραφεία της τουριστικής αυτής περιοχής είναι στην πόλη Modra. Η δική μας διαδρομή, δρόμοι 503 και 502 μας οδήγησαν στην Modra. Μετά αλλάξαμε σε δρόμο 504 για πόλη Trnava όπου και επίσημα είμαστε στις οινοδιαδρομές. Καλύψαμε γύρω στα 30 χλμ μέχρι την Trnava αλλά αμπελώνες γιοκ, καπούτ. Τι πήγε λάθος δεν ξέρω, την διαδρομή την επέλεξα μετά από οδηγίες από την ιστοσελίδα τους, βέβαια είχε ακόμη 5, λέτε να πήρα αυτήν με τους λιγότερους αμπελώνες ή απλά εδώ όταν βλέπουν ηλιοτρόπια νομίζουν ότι είναι αμπελώνες, βέβαια μέσα στα χωριουδάκια που περάσαμε είδαμε εγκαταστάσεις και υποδομές που υποδεικνύουν κρασοκαταστάσεις αλλά … και ο νοών νοείτω.
Αφού φάγαμε μάπα διαδρομή μέσα στον συννεφιασμένο φθινοπωρινό ουρανό, βάλαμε ρότα για νότια όπως λέει η προ-σχεδιασμένη διαδρομή μας για να ανεβούμε στα μικρά Τάτρας. Ο δρόμος R1 τετραπλής κατεύθυνσης ώστε να καλύψουμε γρήγορα αποστάσεις μέχρι την πόλη Levice. Απ΄εδώ αλλάζουμε σε δρόμο 524 για τα ορεινά της χώρας, Μικρά & Μεγάλα Τάτρας.
Τα Τάτρας είναι τα όρη της Σλοβακίας, χωρίζονται σε μικρά και μεγάλα. Τα Τάτρας κατακρίβειαν είναι η επέκταση των Καρπαθίων ορών στην χώρα των Σλοβάκων. Τα Τάτρας καλύπτουν το 17% των όλων Καρπαθίων αλλά έχουν την ψηλότερη κορυφή, την κορυφή Gerlach στα 2,655 μέτρα η οποία βρίσκετε στα σύνορα Σλοβακίας και Πολωνίας. Το όνομα Τάτρας έχει Σλάβικη προέλευση αλλά οι Τσέχοι και Ούγγροι έχουν άμεση σχέση με το όνομα.
Η διαδρομή αρχίζει άμεσα με όμορφα τοπία μέσα στον μικρό δρόμο που επιλέξαμε, πράσινο αρκετό και δάση άμεσα βαλμένα στο διάβα μας. Το υψόμετρο πήρε και αυτό τα πάνω του με μια συνεχή αργή «αναρρίχηση» των ορεινών όγκων. Σχετικά σε κανένα σημείο δεν απογοητευτήκαμε με αυτά που βλέπαμε, σε κανένα σημείο της διαδρομής δεν είπαμε… βαρεμάρα. Λίγο κρύο ήταν υπαρκτό, τα σύννεφα συνεχίζουν να δίνουν μια μουντάδα καθώς καλύπτουν τον καημένο ουρανό κι΄εμείς σε κατάσταση απόλυτης ηρεμίας και αποβλάκωσης, καταναλώνουμε τα ημερήσια χιλιόμετρα.
Μπαίνουμε στην μικρή αλλά πολύ γραφική χαριτωμένη πόλη Banska Stiavnica. Σε 700 μέτρα υψόμετρο έκτισαν οι Κέλτες τον 3ο αιώνα π.Χ. την πόλη. Όμορφα κτίρια με τους πετρόκτιστους δρόμους να διασχίζουν την μικρή πόλη. Αρκετά café στον δρόμο μας και με άλλα μαγαζιά συνδύαζαν μια κοσμοπολίτικη κατάσταση όπως επίσης δήλωναν και μια αριστοκρατική ατμόσφαιρα στον μικρό χώρο που κατέχει η πόλη. Οι κάπως στενάχωροι οδοί μας απότρεψαν για μια στάση έτσι αρκεστήκαμε σε μια αργή οδήγηση ώστε να την απολαύσουμε καλύτερα.
Συνεχίζουμε την όμορφη διαδρομή μας και έχουμε προσέξει ότι αρκετά κάστρα και φρούρια υπάρχουν αραδιασμένα, κάποτε σε μακρινούς λόγους, κάποτε σε κοντινούς και κάποτε δίπλα μας. Η Τσεχία πληροφοριακά, έχει τα περισσότερα κάστρα σε αναλογία έκτασης στην Ευρώπη. Κάποτε οι 2 χώρες ήταν 1 χώρα κι΄αυτό ίσως να έχει σύνδεση, ποιος ξέρει. Πάντως εμείς απολαύσαμε αυτά που βλέπαμε και έκανε τις διαδρομές μας πιο ενδιαφέρουσες.
Πλέον κατηφορίζουμε, κοντεύουμε στις πεδιάδες που χωρίζουν τα μικρά από τα μεγάλα Τάτρας. Εγώ προσωπικά δεν περίμενα να απολαύσω τόσο πολύ, τοπίο και διαδρομές, τα μικρά Τάτρας. Περισσότερο από 1,100 μέτρα σε υψόμετρο δεν πήραμε και ανάμενα μια πιο ήπια ομορφιά, είχα λάθος. Και όχι μόνο είχα λάθος αλλά ούτε καν περίμενα τέτοια απόλαυση.
Συνεχίζουμε την κατηφοριά μας, απόψε νανάκια μας θα κάνουμε στο Ruzomberok. Αλλά πριν φτάσουμε εκεί, μια αναγκαστική στάση σ΄ένα «αρχαίο» χωριό, το Vlkolinec. Η μικρή στενή λωρίδα δρόμου μας οδηγεί προς το χωριό ανάμεσα σε ρυάκια, ολοπράσινους λόφους, δάση και ξέφωτα… απλοϊκά, σ’ ένα πολύ όμορφο τοπίο. Σε 5-6 χιλιόμετρα φτάνουμε, το χωριό βαλμένο σε μια πλαγιά ενός ψηλού λόφου, τα χρωματιστά ξύλινα σπιτάκια του, βάφουν υπέροχα το παρόν υπαίθριο σκηνικό. Παρκάρουμε μέσα στο χωριό και κατεβαίνουμε για περιδιάβαση.
Το χωριό αναφέρεται από τον 14ο αιώνα μ.Χ. και τελεί κάτω από την ομπρέλα της UNESCO World Heritage. Κτισμένο στα 718 μέτρα το χωριό αριθμεί 45 ξύλινα σπίτια και 1 Μπαρόκ εκκλησία. 2 σπίτια έχουν μετατραπεί σε μουσεία με είδη καθημερινής ζωής και εργασίας.
Πανέμορφο το χωριό και άξιο για επίσκεψη, μόνο και μόνο να στέκεσαι στο κέντρο του παραδοσιακού χωριού και να βλέπεις την φύση που το περιτριγυρίζει, αξίζει όσο και 15… οργασμοί !!! Τελειώνουμε το περπάτημα μας στο μικρό χώρο που παίρνει το χωριό και πίσω, στον κεντρικό δρόμο για τον προορισμό ημέρας. Σαν κάνουμε λίγα μέτρα απόστασης, κάνω κλικ… δεν θυμάμαι να φόρτωσα στο μαραφέτι μου (GPS) το δωμάτιο που έκλεισα, σ΄ένα γρήγορο έλεγχο όντως δεν το έκανα ο βλάκας. Το λάπτοπ που πάντοτε κουβαλώ στα ταξίδια μου δεν έχει μπαταρία, μόνο με ρεύμα, έτσι, μόλις μπαίνουμε στο Ruzomberok στάση σε cafe για να βάλω λάπτοπ σε ρεύμα και να φορτώσω το waypoint του υποστατικού… όταν δεν έχεις μυαλό, έχεις πόδια λέει μια Κυπριακή παροιμία.
Μια μικρή ξεκούραση στα δωμάτια μας, μπανάκι και μόλις πάμε να πάρουμε μηχανές… βροχή. Περιμέναμε λίγο μέχρι να κοπάσει η βροχούλα και άμεσα στο κέντρο της μικρής πόλης. Ώρα 7 βραδινή, οδηγάμε μέσα σε πεζόδρομους, σε σοκάκια αλλά ανθρώπινη ύπαρξη σπάνιο είδος. Αρχίσαμε να ανησυχούμε αν θα βρούμε κάτι να φάμε. Μέσα στα σκοτεινά απόμερα ενός στενού, μια επιγραφή (χωρίς κόκκινο φωτάκι) λέει εστιατόριο. Περίεργο μέρος αλλά μπαίνουμε, δεν είχαμε και επιλογές, ο σερβιτόρος φιλικότατος, ο χώρος κάπως περίεργος σε όψη και θα έκλεινε στις 8:30… δεν το έχουν εδώ το μεσογειακό ταμπεραμέντο στα σίγουρα. Δούλεψε και Κύπρο ο σερβιτόρος έτσι η ανταλλαγή Ελληνικών λέξεων (ναι σίγουρα ήταν και το μαλάκας) ήταν συχνή.
Μπήκαμε κι΄εμείς στο ντόπιο μοτίβο, ήμασταν στα κρεβάτια μας από τις 10, βέβαια ήμασταν κουρασμένοι… βλέπετε 15 οργασμούς, κι έτσι σύντομα το ροχαλητό γέμιζε ζεστά την όλη «γλαφυρή» νυκτερινή ατμόσφαιρα.
Μουντό και κρύο πρωινό, όπως μάθατε πολύ καλά μέχρι τώρα, στις 9 ήμαστε πάνω σε φορτωμένες μηχανές και στο ψάξιμο για καφέ και κάτι να τσιμπήσουμε για πρωινό. Δεν βρίσκουμε στην πόλη έτσι ξεκινάμε τις διαδρομές με το ηθικό ακμαίο ότι θα βρούμε κάτι στο δρόμο μας σύντομα.
Ο δρόμος 59, δυτικά των μεγάλων Τάτρας, η πρώτη μας οδός με πρώτη επίσκεψη το κάστρο Orava. Οδηγάμε και όλο πάμε αλλά κάτι για πρωινό τζίφος, κεντρικός επαρχιακός ο 59 με σχετικά λιγοστή κίνηση και τσακ, ένα βενζινάδικο με πινακίδα για café μας μαγνητίζει για στάση. Με τον καπουτσίνο κι΄ένα σάντουιτς στεκόμαστε έξω του χώρου για να καταναλώσουμε, το κρύο αρκετό, σακάκι δεν βγάζουμε, τα buff βαλμένα στο λαιμό μέχρι το κάτω χείλος ώστε να μπορούμε να μασουλάμε και να πίνουμε ζεστό καφέ.
Η διαδρομή χωρίς κάτι να ελκύει έντονα, μέσα σε πλήρες καλυμμένο ουρανό, κρύο γύρω στους 4 βαθμούς, ντυμένοι μέχρι τα μπούνια… φτάνουμε στο κάστρο. Σταθήκαμε από απόσταση, πάνω σε μικρό γεφύρι, καβάλα στις αναμμένες μηχανές και το παρατηρούμε.
Το κάστρο Orava είναι από τα πιο εντυπωσιακά της Σλοβακίας. Κτισμένο τον 13ο αιώνα στο τότε Βασίλειο της Ουγγαρίας. Το τωρινό κάστρο έχει Αναγεννησιακό και Νέο-Γοτθικό χαρακτήρα και περιτριγυρίζεται από τον ποταμό Orava.
Στεκόμαστε εκεί για αρκετά λεπτά, όντως το κάστρο μεγάλο και πολύ επιβλητικά βαλμένο σε κορυφή λόφου. Μέσα στο κρύο που τρυπούσε κόκκαλα, τα δικά μας καημένα κοκαλάκια, κάνουμε την κυκλική μας διαδρομή για να καταλήξουμε στην πόλη Liptovsky Mikulas. Βροχή ευτυχώς δεν άρχισε, μόνο μουντάδα και χαμηλές θερμοκρασίες μας βολόδερναν. Ο δρόμος 584 από Zuberec προς Liptovsky Mikulas ήταν υποτίθεται μια επιλεγμένη και συνιστώσα διαδρομή αλλά δεν τρελαθήκαμε, δεν σταματήσαμε πουθενά για φώτο, δεν πειράζει, απολαύσαμε το κάστρο Orava τουλάχιστον.
Μετά από Liptovsky Mikulas παίρνουμε τον 537 για να μας βγάλει στα Μεγάλα Τάτρας. Σε βενζινάδικο για φουλάρισμα και τσιγάρο, το μυαλό μου παιδευόταν Πως θα βγάλουμε πέρας με το κρύο τώρα που θα πάρουμε και 2,000 μέτρα περισσότερα, η παντοτινή λύση βέβαια είναι… τα αδιάβροχα. Με το επάνω κομμάτι της αδιάβροχης στολής πλέον να κυκλώνει τα κορμιά μας, αρχίζουμε δειλά δειλά να ανηφορίζουμε τα όρη Τάτρας. Τα σκηνικό όμορφο, την μια υψομετρικές πεδιάδες και μια ανάμεσα σε δάση κάνουμε χιλιόμετρα. Βουνοκορφές δεν βλέπαμε καθόλου, η συννεφιά σκέπαζε ότι κορυφή και πλαγιά εμπεριέχει η οροσειρά. Ο δρόμος με αρκετές ισάδες και ανοικτές κυρίως στροφές και ακόμα να κάνουμε στάση, ακόμα δεν είδαμε κάτι που να αγγίζει μια στάση, ένα τσιγάρο, μια φώτο.
Τα όρη Τάτρας είναι μέρος των Καρπαθίων ορών και είναι το φυσικό σύνορο με Πολωνία. Τα Τάτρας κατέχουν και την ψηλότερη κορυφή των Καρπαθίων, την κορυφή Gerlach στα 2,655 μέτρα. Τα Τάτρας είναι και Εθνικό πάρκο της χώρας όπως και προστατευμένη περιοχή.
Ακόμη ψάχνουμε να δούμε αυτό που θα μας κάνει γουάο, βέβαια δεν βοηθά ούτε και ο καιρός αφού το μεγαλύτερο μέρος του είναι χωσμένο στα σύννεφα. Μάλιστα είχα βάλει και παράκαμψη στην διαδρομή εδώ ώστε να πάρω ένα μονοπάτι κάτω από την κορυφή για να την δω καλύτερα, δεν πήρα το μονοπάτι γιατί ήταν απόλυτα άσκοπο. Έτσι, συνεχίσαμε «κλονισμένοι οικτρά» από το γεγονός ότι δεν είδαμε την κορυφή και οδεύουμε στον δρόμο 537.
Στην μικρή τουριστική και παραδοσιακή μικρή πόλη Vysoke Tatry, ψάχνουμε για ένα χώρο να πιούμε ένα ζεστό, κάτι να μας ζεστάνει, είμαστε σχεδόν στα 2, 000 μέτρα με καταχνιά και κρύο να δεσπόζουν στην ατμόσφαιρα. Μπήκαμε στα ενδότερα της πόλης αλλά τίποτα, εκεί που νομίσαμε ότι είδαμε κάτι και παρκάραμε μηχανές, τελικά ήταν κλειστό. Ανοίγω μπαγκαζιέρα, αρπάζω το Ουγγρικό τσίπουρο και με συνοδεία κάτι σνακ που είχαμε μαζί μας… ομορφαίνουμε το μικρό μας κρύο διάλειμμα. Δάση πυκνά γύρω από την πόλη, παραδοσιακά ξύλινα σπίτια παντού, πολύ όμορφα και δίνουν στα σίγουρα μια ζεστή νότα αλπικού σκηνικού.
Απ΄εδώ κατεβαίνουμε τα Τάτρας, τα Μεγάλα Τάτρας, προς πόλη Poprad. Από ψηλά και στα μακρινά μας βλέπαμε τον καιρό που άνοιγε, μια ανακούφιση, μια ανάσα γέμισε τα πνευμόνια μας που έρχονται καλύτερες ώρες για το υπόλοιπο της μέρας. Συνεχίζουμε με δρόμο 66, ο ήλιος μας βρήκε επιτέλους, βγάλαμε και λίγα επιπλέον ιμάτια που φορούσαμε και έτσι απολαμβάνουμε καλύτερα τις διαδρομές μας. Το φυσικό σκηνικό καθόλου μα καθόλου αδιάφορο, όσο μπαίναμε στις πεδιάδες ομόρφαινε όλο και περισσότερο. Μπαίνουμε αριστερά, δρόμος 531, πάρκο Narodny, εδώ τα δεδομένα άλλαξαν εντελώς. Ένα πανέμορφο τοπίο σχεδόν συνεχώς να μας ακολουθεί, σιμά με την ηλιοφάνεια, οι εικόνες έπαιρναν άριστα. Οι χαμηλές βουνοκορφές στην διαδρομή δεν ξεπερνούσαν τα 800 μέτρα, τα δάση ατέλειωτα, φάρμες, μικρά χωριουδάκια, αγελάδες, πρόβατα κι΄άλλα είδη του ζωικού βασιλείου έδιναν ένα άψογο οπτικό πεδίο της Σλοβακικής υπαίθρου. Η διαδρομή έπαιρνε άνετα 10 με θαυμαστικό χωρίς δεύτερες σκέψεις. Ανάμενα ότι στα Μεγάλα Τάτρας θα θαύμαζα τοπία, τα Μικρά Τάτρας και πάρκο Narodny μου έδειξαν ένα φανταστικό και άξιο τοπίο πολύ πιο ενδιαφέρον από Μεγάλα Τάτρας… καμία σύγκριση τολμώ να πω.
Σχεδόν φτάνουμε στο τέρμα της Σλοβακίας, είμαστε στα τελευταία χιλιόμετρα στην χώρα και αναπολώ, σκέφτομαι μέσα στην μοναξιά του κράνους. Οφείλω να μαρτυρήσω, να πω, ότι δεν περίμενα την Σλοβακία να κατέχει τέτοια ομορφιά και ειδικότερα στα ανατολικά της. Ακόμα και στα πεδινά ή χαμηλά όρη της, το τοπίο είναι απλά πανέμορφο, χωρίς ενδοιασμούς κάνω αυτή την δήλωση μου.
Μέσα στην απλότητα πλέον της νότιας Σλοβακίας, ακόμα και τσιγγάνικα χωριά στο πέρασμα μας, φτάνουμε την μικρούλα πόλη Rimovska Sobota για νανάκια μας. Ακόμα ήταν 4 απογευματινή, μικρή ξεκούραση στο νοικιαζόμενο δωμάτιο μας και κέντρο πόλης για καφεδάκι και περιδιάβαση. Η πόλη δεν λέει και πολλά, συμπαθητικό κέντρο αλλά μικρό και απίστευτα ήσυχο σαν πως και οι κάτοικοι της πήγαν διακοπές. Café βρήκαμε, καθίσαμε έξω βέβαια παρόλο που οι λίγοι θαμώνες του ήταν εντός για κάποιο λόγο και περιμένουμε να δούμε λίγη κίνηση, λίγη ανθρώπινη παρουσία. Μπροστά από μια όμορφη καθολική εκκλησία που δέσποζε του κέντρου ρουφάμε τον «μοναχικό» μας καφεδάκι καθώς τα όμορφα πορτοκαλοκίτρινα χρώματα του δειλινού χρωμάτιζαν τον ουρανό.
Πρωινό συμπεριλάμβανε η τιμή που πληρώσαμε για δωμάτιο έτσι, το απολαμβάνουμε στο κλειστό σχετικά μουντό χώρο του μικρού ξενοδοχείου με θέα τον απόμερο δρόμο. Συννεφιά αρκετή αλλά άφηνε τον ήλιο σποραδικά να εμφανίζεται, με αυτά τα δεδομένα καταναλώνουμε τα τελευταία Σλοβάκικα χιλιόμετρα. Στην πόλη Putnok εισερχόμαστε πάλι στην χώρα των Ούννων, Ουγγαρία. Όμορφες πεδιάδες μας οδηγούν στα ενδότερα της χώρας, εμείς όμως θα μπούμε δεξιά στον δρόμο 2506 και ακολούθως δρόμο 2513. Απ΄εδώ θα μπούμε στα βουνά Bukk στην βορειοανατολική Ουγγαρία. Τα όρη αυτά είναι το πολύ μικρό κομμάτι, 4%, των Καρπαθίων ορών που ανήκουν στην Ουγγαρία.
(παρμένη από διαδίκτυο)
Τα όρη Bukk και τα όρη Matra πιο συγκεκριμένα απαρτίζουν τα Καρπάθια όρη στην Ουγγαρία, Ψηλότερη κορυφή είναι το Kekes στα 1014 μέτρα. Τα βουνά Bukk και η περιοχή είναι και εθνικό πάρκο με αρκετά αξιοθέατα για τον επισκέπτη.
Πολύ ζωντανά χρώματα του δάσους από πολύ νωρίς, το πράσινο πολύ έντονο όπως επίσης και τα κιτρινοκόκκινα φύλλα πεσμένα και βαλμένα σχεδόν παντού. Φαίνεται ότι εδώ το φθινοπωρινό σκηνικό ήρθε νωρίτερα από τα όρη που έχουμε ήδη διασχίσει. Οι διαδρομές μικρές, οι στενές λωρίδες πολύ άσχημης ασφαλτόστρωσης μας ανεβάζουν νωχελικά στα βουνά. Τρύπες και καρούμπαλα σ΄ένα δρόμο που έχει να δει συντήρηση ίσως και δεκαετίες, αμαυρώνει το όλο σκηνικό, ένα πανέμορφο σκηνικό πυκνών δασών που θυμίζει έντονα νεράιδες και παραμύθια άλλων εποχών. Διαδρομή με ταχύτητες όχι πέραν των 60 χλμ/ω ανεβαίνουμε αισίως στα 850 μέτρα. Την διαδρομή μέχρι Lillafured από πόλη Eger που έκανα το 2012, βγήκα μέχρι τα 650 μέτρα αλλά με αρκετά λιγότερη χάρη και ομορφιά, καμία σύγκριση άρα πάρτε δρόμο 2513 και όχι 2505 για Lillafured.
Φτάσαμε Lillafured, ένα μεγάλο ξενοδοχείο με παλιά αρχιτεκτονική και μια τεχνητή λίμνη γεμίζουν το χώρο. Τουριστικό μέρος όπως και τα παρακάτω Felsohamor και Alsohamor. Μικρή στάση εκεί και χωρίς κάτι άλλο να μας κρατάει στον χώρο, κατηφορίζουμε πλέον προς πόλη Miskolc.
Διαπερνούμε και το Miskolc με νότια κατεύθυνση για Ρουμανία. Πεδιάδες ατέλειωτες, καιρός πλέον με αρκετή ηλιοφάνεια και εμείς ακάθεκτοι διανύουμε χιλιόμετρα, η θερμοκρασία κοντά στους 20 κελσίου, νιώθουμε ότι είμαστε Μεσόγειο θάλασσα. Την περίφημη οινοπεριοχή περιοχή του Tokaji, το τεχνητό δέλτα του ποταμού Tisza και η πόλη Debrecen δεν μας βγάζουν εκτός πορείας παρά το ενδιαφέρων τους υπόβαθρο.
Στάσεις σε μικρά χωριά σε μικρά τοπικά υποτυπώδη café αρκετές, σε μερικές περιπτώσεις η ντόπια χωριάτικη κουλτούρα έντονα βαλμένη παντού. Περίεργα βλέμματα, σερβιτόρες σε ανδροκρατούμενο καφενέ με τεράστια ανοικτά «μπαλκόνια», καρέκλες και τραπέζια σε άσχημη κατάσταση, κοκκινωπές αποχρώσεις μέσα στον χώρο, τασάκια γεμάτα αποτσίγαρα… αποτελούσαν μερικά απ΄αυτά που είδαμε στις μικρές αυθαίρετες στάσεις πριν την είσοδο μας στην Ρουμανία. Βέβαια αρκετοί Τσιγγάνοι ζουν στην ανατολική Ουγγαρία έτσι το πήρα ελαφρά το θέμα.
Απροβλημάτιστα χωρίς έλεγχο μπαίνουμε Ρουμανία, σε 10 χλμ από σύνορα η πόλη Oradea, τρομερή κίνηση στην πόλη λόγω έργων στους δρόμους μας κάνουν την ζωή δύσκολη. Βρίσκουμε το σπίτι με τα πολλά δωμάτια για ενοικίαση που προ-κρατήσαμε, μια οικογένεια που έμοιαζαν Τσιγγάνοι εκτελεί χρέη ξενοδόχων αλλά η κατάσταση είναι ψιλό μπάχαλο. Δεν πειράζει, φτάνει που είναι καθαρά, έχει κλειστό χώρο στάθμευσης και Ίντερνετ.
Παρκάρουμε μηχανές σε χώρο με παρότρυνση της αστυνομίας για κάποιο λόγο και περπατούμε προς κέντρο. Φτάνοντας εκεί καταλάβαμε γιατί τόση αστυνόμευση, η πόλη έχει φεστιβάλ, για ποιό λόγο δεν μάθαμε αλλά το όλο μεγάλο κέντρο γεμάτο γρήγορα φαγητά, πωλήσεις διαφόρων ειδών, κλόουν, μεγάλη εξέδρα μουσικής και γεμάτο κόσμο. Ανακατευτήκαμε κι΄εμείς με τους ντόπιους, περπατήσαμε, είδαμε και φάγαμε… το τελευταίο μας ανακάτωσε λίγο τα στομαχάκια μας αλλά μια μπύρα ήταν γιατρικό μας. Το βραδάκι μας πέρασε παρέα με «κόσμο», με «ανθρώπους», επειδή εμένα μου αρέσει να κάνω διαμονές σε απομονωμένα μέρη, δάση και γενικότερα εκεί που δεν υπάρχει και πολύς πολιτισμός, ο Νεκτάριος τα έπαιξε με τόση ησυχία και τόση αποξένωση αλλά εδώ, στην Oradea, αναστήθηκε ο καημένος… έστω και για λίγο βέβαια !!!
Η συνήθης συννεφιά μας ανάμενε κι΄αυτό το πρωινό. Στάση σε βενζινάδικο έξω από Oradea για το απλοϊκό μας λιτό πρωινό. Φουλάρουμε επίσης και ξεκινάμε, για νότο πλευρά. Δρόμος DN76 με αρκετά οδικά έργα κατά μήκος της, μας δυσκόλεψαν. Χωριά, χωριουδάκια, πόλεις, κωμοπόλεις… κυρίως άχαρα και χωρίς σχεδόν τίποτε να δείξουν παρόλο που η χώρα χαίρει ΠΟΛΛΑ αξιοθέατα, ΜΑΓΕΥΤΙΚΟ τοπίο, και ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΕΣ πόλεις. Η κλασσική κίνηση, τα αμέτρητα φορτηγά, το μουντό και σχετικά άχαρο τοπίο και εμείς καβάλα στα μεγάλα μας On&Off σκοτώνουμε τις αποστάσεις, μέσα στο κράνος όμως οι σκέψεις ότι θα μπούμε και θα οδηγήσουμε μέσα στο πέρασμα της Transalpina, αποσβένουν τα κακά έχοντα.
Κοντεύοντας στην πόλη Deva ο καιρός άνοιξε αρκετά, ψήλωσαν θερμοκρασίες και ο ήλιος εμφανίστηκε πάλι σαν από μηχανής θεός. Στην πόλη Deva φουλάρισμα και τσίμπημα πάλι σε βενζινάδικο. Έφαγα και την παρατήρηση γιατί κάπνιζα έξω σε ανοικτό χώρο με καθίσματα… πιο ανοικτό χώρο μακριά απ΄ όλους και όλα δεν υπήρχε. Της έκανα κι΄ εγώ βέβαια αντεπίθεση γιατί η κοπελιά ήταν το άκρο άωτο της ιδιοτροπίας… λόγω πανσέληνου, λόγω μηνιαίου κύκλου, λόγω έλλειψης αντρίκιας «επέκτασης»… το σίγουρο είναι κάποιο από τα 3 (ακόμα και ο αριθμός μας λέει ποιο απ΄ όλα).
Συνεχίζουμε με τον δρόμο 66 για Petrosani, κοντεύοντας η ύπαιθρος πήρε χαρακτήρα, φάρμες και αγροτική κουλτούρα έντονα στο οπτικό μας πεδίο. Περνάμε το μικρό Petrosani και αρχίζουμε αργά να παίρνουμε υψόμετρο. Πολύ σύντομα κάνουμε είσοδο (δρόμος 7Α) στα βουνά Parang που συγκαταλέγονται στα Νότια Καρπάθια όπου διαπερνούν την χώρα των Δάκων, είναι τα 2α ψηλότερα όρη στα Ρουμάνικα Καρπάθια. Τι βλέπουμε?? Ένα πανέμορφο σκηνικό σαν φαράγγι πνιγμένο στα κιτρινισμένα φθινοπωρινά δάση με πεύκα κυρίως. Ο μικρούλης δρόμος με άσχημη επιφάνεια και αρκετές τρύπες διαπερνά ένα υπέροχο ορεινό άγριο τοπίο. Ψηλοί μεγάλοι βράχοι αναμειγμένοι με τα υπέροχα χρώματα του δάσους δεν σταματάνε να μαγνητίζουν τα γουρλωτά μας ματάκια. Ένα ρυάκι ακολουθά κι΄αυτό πιστά την μαγευτική μας διαδρομή, πατάω συνεχώς το κουμπάκι της κάμερας μου για να αποτυπώνω ότι απλώνετε αδίστακτα έμπροσθεν μου. Στάσεις κι΄αυτές συχνές για φώτο, πόζες και περισσότερη απόλαυση. Το μόνο άσχημο είναι η κατάσταση του δρόμου που τις πλείστες φορές οδηγούσαμε σε χαμηλές ταχύτητες, για 3-4 χλμ είχαμε και με λάσπη να παλέψουμε. Τα Ρουμάνικα Καρπάθια ακόμα μια φορά με εξέπληξαν. Παρόλο που το πέρασμα της Transalpina είναι στον δρόμο 67C και νοτιότερα από την διασταύρωση δρόμων 67C με 7A, η διαδρομή από Petrosani είναι αρκετά πιο μαγευτική και ενδιαφέρουσα. Το 2012 έκανα την διαδρομή από Novaci (67C) και στην διασταύρωση πήγα δεξιά για Brezoi (7A). Τώρα έκανα την άλλη μισή διαδρομή που άφησα πίσω το 2012, αυτό που λάτρεψα και ξεχωρίζει από την φετινή διαδρομή, είναι το ανέβασμα στην Transalpina στα +2,000 μέτρα διαδρομή σ΄ αυτόν τον υπέροχο φιδίσιο δρόμο που σε κάνει να νομίζεις ότι φτάνεις τον Θεό.
Φέτος στην διασταύρωση πήγα βόρεια στον 67C, προς πόλη Sebes. Πυκνά δάση συνεχίζουν να γεμίζουν την διαδρομή καθώς το υψόμετρο έλεγε περίπου 1,850 μέτρα. Κατηφοριά πλέον, η ασφαλτόστρωση πλέον έγινε τέλεια και έτσι ήρεμα και χαλαρά τελειώνουμε τις ημερήσιες αποστάσεις.
Το μαραφέτι μου έλεγε στα 150 μέτρα να μπω δεξιά, χωματόδρομος με πυκνό δάσος και σε 400 μέτρα φτάνω σ΄ένα ξέφωτο, ένα μοτέλ με σχετικά Αλπική όψη κείτεται μόνο του. Παρκάρουμε μπροστά στα μεγάλα παράθυρα της τραπεζαρίας υποθέτω και μια υπέροχη εικόνα καθρεφτίζει μπροστά μου… πεύκα πυκνά να σταματούν πάνω στο μπλε της λίμνης Oasa. Τα δωμάτια μας έβλεπαν την λίμνη, ένα ζευγάρι κάπως ηλικιωμένο με χωρίς ίχνος γνώσης της Αγγλικής γλώσσας μας άναψαν και το καλοριφέρ γιατί θα έχει κρύο… πως το κατάλαβα?? Απλό, έκανε την κίνηση του κορμιού που κρυώνει ρε παιδιά, τίποτα το ιδιαίτερο να αντιληφθώ.
Αλλάζω ρούχα, ντυμένος αρκετά ζεστά κατεβαίνω στο ξύλινο κιόσκι με θέα την λίμνη, μαζί μου έφερα το Ουγγρικό τσίπουρο που κουβαλώ συνεχώς στην μπαγκαζιέρα μου και τις σημειώσεις μου του ταξιδιού… καλύτερο μέρος για να γράψω δύσκολα θα βρω, είναι απ΄ αυτές τις στιγμές που μένουν, στιγμές τέτοιες που μένουν απλά αξέχαστες… οι Αναμνήσεις του Δρόμου.
Εκεί λοιπόν στο κρύο του απογεύματος και με τον Νεκτάριο να σκέφτεται πότε να κόψει τις φλέβες του, απολαμβάνω την ησυχία και την απέραντη φύση που με περιτριγυρίζει. Στον χώρο μόνο ελάφια και αρκούδες λείπουν, αυτό θα ταίριαζε περισσότερο παρά 2 άντρες και 2 μηχανές.
Ζεστές σούπες μας περίμεναν στην τραπεζαρία με μπόλικη λαϊκή παραδοσιακή διακόσμηση και σίγουρα Ρουμάνικο τσίπουρο αυτήν την φορά από αχλάδι. Ακόμη ένα ζευγάρι κατέβηκε στην τραπεζαρία κι΄ έτσι ευτυχώς ο Νεκτάριος αποφάσισε να μην ματώσει τα χέρια του, έδωσε ακόμα 1 μέρα διορία στον εαυτό του. Ακολούθησε κρεατικό βέβαια και με το τσίπουρο (palinka)
να ρέει άφθονο, βοήθημα ήταν το τσίπουρο βέβαια για να κοιμηθούμε ευκολότερα.
Βροχή έπεφτε από πρωινές ώρες, το ξέραμε βέβαια, ωραία αίσθηση να είσαι στο κρεβάτι σκεπασμένος ζεστά και να ακούς την βροχή να βαράει την οροφή. Πακετάραμε και κάτω για πρωινό, αυγά, τηγανισμένο λίπος (ντόπια λιχουδιά), ψωμί, τυρί και σαλάμι μας περίμεναν και σίγουρα καφές.
Βάζουμε πλήρες αδιάβροχα, φορτώνουμε και φεύγουμε. Η βροχή ευτυχώς δεν ήταν καταρρακτώδης έτσι δεν μας ενοχλεί πουθενά. Και με τις θερμοκρασίες γύρω στους 5 κελσίου κατεβαίνουμε τον διάσημο 67C για Sebes. Το ημερήσιο πρόγραμμα διαδρομών έλεγε να βγούμε πέρασμα Transfagarasan, επισκέψεις σε κάστρα Bran και Raznov και με κατάληξη στην όμορφη μεσαιωνική πόλη του Brasov όπου καλοί παλιοί φίλοι μας αναμένουν, η όλη διαδρομή έλεγε 420 χλμ, πολλά για μια μέρα αλλά δεν είχαμε επιπλέον μέρα για να χωρίσουμε την διαδρομή σε 2κομμάτια.
Περάσαμε και το επίσης υπέροχο Sibiu και είμαστε στον δρόμο DN1, μέχρι εδώ η βροχή το πολύ να σταμάτησε 2 φορές και με το αεράκι να βαράει λιγάκι, το κρύο γίνετε εντονότερο. Ψες βράδυ σε συνομιλία με τον φίλο Mihai από Brasov, μου ανάφερε χαμηλές θερμοκρασίες και παγετό ειδικότερα σε υψόμετρα άνω των 1,000 μέτρων. Στα δεξιά μου βλέπω τα βουνά Fagaras όπου και το πέρασμα να είναι καλυμμένα από πυκνά σύννεφα. Η βροχή συνέχιζε, η θερμοκρασίες γύρω στους 6 κελσίου, άρα εκεί πάνω το πιο πιθανόν είναι να βρούμε παγετό αφού θα φτάναμε γύρω στα 2,000 μέτρα με αποτέλεσμα ή να γυρίσουμε πίσω ή να φτάσουμε πολύ αργά στο Brasov που μας περίμεναν. Η απόφαση βγήκε μέσα στο κράνος… συνεχίζουμε για Brasov κι΄ έτσι θα έχουμε την ευκαιρία να το περπατήσουμε με την ησυχία και άνεση μας αφού τα καιρικά φαινόμενα δεν μας επιτρέπουν.
Μέσα στην συνεχή βροχή και χώρις στάση, εκτός από στάση στο οχυρό του Fagaras στην ομώνυμη μικρή πόλη, νωρίς απόγευμα είμαστε σπίτι του Mihai & Christina. Βγάζουμε αδιάβροχα, βγάζουμε ότι είχε σχέση με μοτοσυκλέτα και βροχή και πάμε κέντρο της πόλης για περπατητή περιδιάβαση, τα έχω ξαναδεί βέβαια αλλά ακόμη μια φορά θα με βοηθήσει να τα εμπεδώσω καλύτερα.
Η πόλη έχει απομεινάρια από την Νεολιθική εποχή, Τρανσυλβανοί-Σάξονες την ανάπτυξαν τον Μεσαίωνα. Η πόλη την εποχή του κομουνισμού λεγόταν πόλη του Στάλιν (Orasul Stalin), πολύ παλαιότερα ονομαζόταν και Στεφανόπολης (κορώνα + πόλης) για να δείξει το μεγαλείο της. Τον 17ο μέχρι τον 19ο αιώνα υπήρχε και Ελληνική κοινότητα στην πόλη.
Παρκάρουμε κάρο (αυτοκίνητο) και σκοπός μας είναι να περπατήσουμε την κεντρική παλιά πλατεία, την Piata Sfatului. Όλα σχεδόν τα κτίρια είναι Αναγεννησιακά και Γοτθικά, περπατώντας πρώτα περάσαμε την μαύρη εκκλησία που ακόμα (από το 2012 που ήμουν πάλι) η αναπαλαίωση συνεχίζεται . Η 5η στενότερη οδός του κόσμου είναι προνόμιο της πόλης, η Strada Sforii με πλάτος από 111 μέχρι 135 εκατοστών και μήκος 80 μέτρων. Πολλά είδαμε, πολλά περπατήσαμε, αψίδες, κτίρια, εκκλησιές, ιστορία παλιά και πρόσφατη παντού που σίγουρα δεν μπορώ να τα θυμάμαι, είναι όλα σε βίντεο και φώτο για το αρχείο μου.
Μπήκαμε στην υπέροχη γραφική πλατεία με τα υπέροχα κτίρια άλλων εποχών και κάτσαμε για υγρά, μας περίμενε φαίνεται ο θεός να πάρουμε τις θέσεις μας και τότε, άνοιξε τους ουρανούς. Τι ντουλάπια, τι ερμάρια, το τι έπιπλο έριξε δεν λέγετε. Οι μπύρες όμως ήταν στο τραπέζι μας έτοιμες για άμεση κατανάλωση. Άμα ηρέμησε και η μπόρα πλέον, πήραμε τα ιμάτια μας και συνεχίσαμε να χαζολογούμε της περιοχής με τους οικοδεσπότες μας να εκτελούν χρέη ξεναγών.
Νύχτωσε, το κρύο εντονότερο με τα στομαχάκια τα καημένα να ουρλιάζουν από ανάγκη σίτισης. Τα παιδιά, εκ Ρουμανίας, με ήξεραν στο τι γουστάρω έτσι απευθείας σε τοπικό παραδοσιακό γαστρονομικό οίκο εκ γύμνασης γνάθων. Σε αμπάρια μπήκαμε καθώς κατεβήκαμε καμιά 20αριά σκαλοπάτια, πέτρα επενδύει τους τοίχους και καμάρες διαχωρίζουν τον χώρο. Μπόλικη πελατεία όπως και μπόλικα τα γκαρσόνια δείχνοντας έτσι ότι θα φάμε απ΄τα καλύτερα. Μπύρες και κρασιά έφτασαν πρώτα και σαν μεζές, τηγανισμένο χοιρινό κρέας και λίπος μαγειρεμένα παραδοσιακά. Ακολούθως, μια τεράστια πιατέλα με λογής λογής κρεατικών και πατάτες αφέθηκε στο κέντρο του τραπεζιού… δεν πήρα ώρα αλλά η πιατέλα αδείασε άρδην. Πιρούνια και μαχαίρια πετάγονταν από κάθε πλευρά του τραπεζιού που σε κάποια σημεία είχαμε και θέματα σοβαρών τραυματισμών. Το ότι την κάναμε ταράτσα περιττό να μπω σε επιπλέον σχόλια. Την αράξαμε σε στυλ πασάς στις παλιού τύπου ασήκωτες καρέκλες για χώνεψη και επίσης να συνεχίσουμε το πείραγμα ποιος έχεις την καλύτερη/χειρότερη μηχανή… και ο νοών νοείτο περί σοβαρότητας.
Παραδοσιακά και πάλι (ναι, η παράδοση ρέει άφθονα στην μαλακία που μας βολοδέρνει), πρωινό στο διαμέρισμα του Mihai & Christina, πάλι αραδιασμένα τυριά, ζαμπόν, σαλάμι, ψωμί, ντομάτες και καφές. Κουβεντούλα για το πότε θα κατεβούνε Κύπρο τα παιδιά εκ Ρουμανίας, μια ενημέρωση από τον Mihai ότι ίσως βρούμε πάγο τα πρώτα 60 χλμ προς Βουκουρέστι, μας δίνει στον καθένα μας σε πλαστικό μπουκάλι νερού των 500ml Ρουμανικό τσίπουρο, τους ευχαριστούμε και αποχαιρετούμε πολύ ζεστά και φεύγουμε σ΄ένα μουντό κρύο πρωινό. Βάλαμε και αδιάβροχα μπας και ανοίξουν πάλι οι ουρανοί και είμαστε μέσα στον δρόμο DN1. Είχαμε 1-2 επισκέψεις στα σκαριά αλλά τις βγάλαμε έξω, κίνηση και ο καιρός έπαιξαν καταλυτικό ρόλο προς τις ακυρώσεις.
Πάγο δεν βρήκαμε, πολύ λίγο έβρεξε και με αυτό το μοτίβο φτάνουμε Βουκουρέστι. Παρόλο που χειρίζομαι χρόνια το μαραφέτι μου, για κάποιο λόγο δεν έδωσα εμπιστοσύνη στην πορεία που μου έλεγε να πάω και που ήταν και προ-σχεδιασμένη, έτσι παίρνω άλλο δρόμο στον περιφερειακό του Βουκουρεστίου. Σύντομα όμως καταλαβαίνω το οικτρό μου λάθος, προσπαθώ να το διορθώσω και με επακόλουθο να μπω στην τρελή κίνηση της πόλης. Και όπως καταλάβατε, έχω επικαλεστεί χριστούς και παναγίες και ότι βρομόστομη λέξη είχα στο ευγενές μου λεξιλόγιο… την ξεφούρνισα.
Μετά από καμιά 40 λεπτά βλακώδους καθυστέρησης, συνεχίζουμε την «σωστή» μας πορεία προς σύνορα Ruse, να μπούμε Βουλγαρία. Για ακόμη φορά ο γαλάζιος Δούναβης εκτελεί χρέη συνοριακού. Στο έμπα της Βουλγαρία, σύννεφα, κρύο, μουντάδα έγιναν άφαντα. Ήλιος και ψηλές θερμοκρασίες μας καλωσορίζουν στην χώρα των Ονόγουρων. Δρόμος 5 για Veliko Tarnovo και αλλάζουμε στον 4 για χωριό Idilevo.
Στο Idilevo είναι MotoCamp Βουλγαρίας, ένας χώρος για κάμπινγκ και δωμάτια για μοτοσικλετιστές. Μπαίνουμε στο μικρό χωριό και πινακίδες μας καθοδηγούν στον χώρο, οι ψηλές ξυλόπορτες κλειστές, σε μερικά λεπτά ένας ψηλόλιγνος ασπρομάλλης μας ανοίγει και μπαίνουμε. Ο ασπρομάλλης ήταν απλά πελάτης, έφτιαχνε ένα παλιό BMW GS 650 κάτω από μια κληματαριά. Πιάνουμε την κουβέντα, Καναδός συνταξιούχος που ταξιδεύει τους καλοκαιρινούς μήνες σε Ευρώπη και αφήνει την μηχανή του εδώ για χειμώνα. Σε λίγο, ένα Transalp 650 σε άψογη κατάσταση μπαίνει κι΄αυτό στον χώρο. Ένας Ιρλανδός τώρα, 45άρης περίπου, θα άφηνε κι΄αυτός την Transalp για τον χειμώνα. Αράξαμε τα λιγοστά μας πραγματάκια στα στολισμένα ζεστά δωματιάκια που είχαν απ΄έξω ονομασίες, Honda – Yamaha – Harley – Suzuki - BMW κ.λ.π. . O Νεκτάριος πήρε φυσικά το BMW κι΄ εγώ αναγκαστικά να πάρω το Harley γιατί δεν είχε Triumph, βέβαια έκανα επίσημο παράπονο γι΄αυτό το «ρατσιστικό» γεγονός… καλά δεν έκανα???
Ο χώρος έχει και γκαράζ, μια μεγάλη αυλή στην μέση και ο χώρος για κάμπινγκ πιο μέσα. Ένας σκεπασμένος χώρος μ΄ένα ψυγείο εκτελεί χρέη μπαρ και επάνω στον πάγκο ένα τετράδιο που γράφει ο καθένας τι παίρνει από ψυγείο.
Ο κάπως περίεργος τύπος που εκτελεί χρέη συντονιστή του χώρου (οι ιδιοκτήτες είναι μια Βουλγάρα και ο Αμερικανός άντρας της), μας είπε ότι στον δρόμο έχει εστιατόριο. Νύχτωσε και μαζί με τον Ιρλανδό πάμε για βραδινό, το εστιατόριο στον κεντρικό δρόμο δεν ήταν ανοιχτό έτσι προχωρήσαμε στο επόμενο χωριό που βλέπαμε φώτα από μακριά. Περάσαμε 1-2 χωριά με την απόλυτη σιγή παντού, τελικά στην μικρή πόλη Sevlievo βρήκαμε κάτι να γεμίσουμε την γαστρονομική μας ανάγκη.
Πάνω από γκαράζ, ένας χώρος που μοιάζει με αχυρώνα, είναι η τραπεζαρία. Πάλι μαζί με τον Ιρλανδό παίρνουμε το αρκετά πλούσιο πρόγευμα που δεν ανάμενα να είναι με τόσες επιλογές. Εκατοντάδες αφίσες, σημαίες, αυτοκόλλητα κ.λ.π. βαλμένα παντού στην τραπεζαρία που έχουν βέβαια άμεση σχέση με τι άλλο… μοτοσικλέτες, παρατηρώντας αυτό το όλο μοτίβο ρουφάμε τον καφέ μας.
Αποχαιρετούμε τους «νέους» μοτοσικλετιστικούς φίλους και μέσα στα σχεδόν άδεια στενά του απίστευτα ήσυχου χωριού Idilevo, οδεύουμε για Gabrovo. Οι δρόμοι 609 και 5002 απόλυτα μικροί και μόνο οι τόπακες τους χρησιμοποιούν, το πρωί κάπως κρύο και με υψηλές αραιές νεφώσεις, οδεύουμε στο πολύ χαλαρά σ΄ αυτούς τους χαριτωμένους και τόσο απόμερους καθαρά επαρχιακούς δρόμους. Περάσαμε από αρκετά μικρά χωριά, κόσμο λίγο είδαμε, αυτοκίνητα το ίδιο, και αυτούς τους λίγους που είδαμε, οι ήσυχοι ήχοι από τους κινητήρες μας τους έκαναν να γυρνάμε με άμεση περιέργεια στα μάτια τους, είναι πολύ φανερό ότι σε γενικές γραμμές πολύ λίγος κόσμος διαπερνά αυτούς τους δρόμους.
Η πόλη Gabrovo σύντομα έρχεται έμπροσθεν μας, φουλάρουμε και ξεκινούμε για πέρασμα Shipka. Δρόμος 5 μας οδεύει στο πέρασμα, στο έβγα από Gabrovo, σε λίγα χιλιόμετρα, αρχίζει το πέρασμα. Πέρσι το έκανα τέλος Οκτωβρίου, φέτος αρχές του μήνα, το πέρασμα έχει λιγότερα φθινοπωρινά χρώματα χωρίς να θέλω να μειώσω τις φετινές εικόνες. Οι στροφές αρχίζουν, ελαφριά πρωινή ομίχλη παιδεύει το τοπίο αλλά του δίνει και μια επιπλέον δραματική νότα.
Το πέρασμα Shipka έχει μήκος μόνο 13 χλμ και ανεβαίνει στα 1,400 μέτρα (άλλα λέει το Wikipedia αλλά είμαι σίγουρος ότι έχω δίκιο γιατί το έκανα 2 φόρες και το επιβεβαιώνω με GPS και τους χάρτες του). Το πέρασμα ανήκει στα βουνά Αίμος (Βαλκανικά όρη), Αίμος το ονομάζει η Ελληνική μυθολογία.
Το πέρασμα έχει υπέροχο δασικό τοπίο και αρκετά καλή οδόστρωση ώστε μαζί να δένουν σ΄ ένα πραγματικά υπέροχο σκηνικό. Η ομίχλη δυναμώνει όσο ανεβαίνουμε, η περίγυρος μας γίνετε ακόμα πιο δραματική και όλα φαντάζουν μαγευτικά. Κάθε στροφή είναι μια kinder έκπληξη, ένα τόσο μικρό σε απόσταση πέρασμα αλλά τίποτε δεν του λείπει, βέβαια προσθέτει αρκετά η εποχή, το φθινόπωρο, ντύνει την όλη διαδρομή με απίστευτες φορεσιές. Στην κορυφή η ομίχλη μας επιτρέπει να βλέπουμε γύρω στα 150 μέτρα, το κρύο μπορώ να πω έντονο. Δοκιμάζουμε να βγούμε στο μνημείο Shipka αλλά η ορατότητα πέφτει κι΄ άλλο, αυτό μας αναγκάζει να επιστρέψουμε γιατί δεν θα βλέπαμε τίποτα.
Το μνημείο Shipka κτίστηκε για να μνημονεύει τους Βούλγαρους στρατιώτες που πολέμησαν εδώ στον Ρώσο-Τουρκικό πόλεμο 1877-78 βοηθώντας την χώρα τους να ελευθερωθεί. Το μνημείο, μια πέτρινη πυραμίδα, στην κορυφή λειτουργεί και σαν μουσείο.
Σε μια στάση στην πλατεία, στο ψηλότερο σημείο του δρόμου, μέσα σε πυκνή ομίχλη και κρύο αρχίζουμε να ρουφάμε το Ούγγρικο τσίπουρο που κουβαλάω σαν θησαυρό. Απ΄εδώ υπάρχει και δρόμος, 12 χλμ, για το Ούφο, το γνωστό μνημείο Buzludzha βέβαια από φέτος το κλείδωσαν και δεν μπορεί κανείς να μπει στο μνημείο.
Ρουφήξαμε την palinka μας και κατηφορίζουμε πλέον, πολύ σύντομα η ομίχλη εξαφανίστηκε και ο ήλιος ζέστανε εμάς και ατμόσφαιρα. Ασταμάτητα στον δρόμο 5 και νότια, άχαρο τοπίο γενικώς να κυριεύει την διαδρομή μας. Δρόμοι κυρίως με μέτρια κατάσταση και το γελοίο εδώ είναι ότι έπρεπε, εκτός μοτοσυκλέτες, να έχουν vignette. Ο δρόμος 5 είναι κύρια αρτηρία έτσι και κίνηση υπήρχε ανά περιόδους και πολλές νταλίκες. Αυτό συνήθως κουράζει, είναι και επίσης ανιαρό αλλά κάποτε δεν υπάρχει εναλλακτική.
Καλύπτουμε τα 120 χλμ ανιαρά χιλιόμετρα για τον μοναδικό αρχαιολογικό χώρο του όλου ταξιδιού, το Περπερικόν (Perperikon). Ανεβαίνουμε στον λόφο και παρκάρουμε σε μια άνετη πλατεία με λίγα μαγαζάκια με σουβενίρ. Ο Νεκτάριος έμεινε στις μηχανές και εγώ πήρα τα υπέροχα μου ποδαράκια για να δω τον χώρο. Όλο ανηφόρα και ανηφόρα, περπατούσα και περπατούσα, φτάνω σε μια ξύλινη απότομη πλατιά σκάλα, αρχίζω να την ανεβαίνω κι΄ εκείνην με τις ανάσες μου στο κόκκινο. Σε κάποιο σημείο βλέπω τον χώρο και είμαι περίπου στα… μισά της απότομης ανηφόρας. Σχεδόν χωρίς ανάσα, λέω «δεν πάει άλλο». Πήρα την απόφαση για επιστροφή. Φτάνω λαχανιασμένος και πολύ εκνευρισμένος που δεν κατάφερα να δω τον χώρο.
Το Περπερικόν ήταν μια από τις σημαντικότερες Θρακικές πόλεις και είναι κτισμένη σε λόφο με 500 μέτρα ύψος. Από την εποχή του Χαλκού η περιοχή και ο λόφος κατείχε ανθρώπινη παρουσία. Διαφορετικά κτίσματα, βωμός – βασιλική – παλάτι κ.λ.π. – λένε ότι η πόλη ζούσε και τους Ρωμαϊκούς χρόνους μέχρι ακόμα και αρχές του Μεσαίωνα. Αρχαίες Ελληνικές επιγραφές που βρέθηκαν εδώ, ακόμα δεν μπόρεσαν να αποκρυπτογραφηθούν.
Ακόμη μέσα στα νεύρα γιατί δεν κατάφερα να βγω τον λόφο, καβαλάμε και φεύγουμε. Μέσα στις λοφώδης περιοχές οδεύουμε για Kardzali, ο δρόμος 865 μας συνεχίζει για Smolyan και με αρκετά Τζαμιά να δεσπόζουν σε χωριά, Πομάκοι μάλλον θα΄ναι . Όσο οι αποστάσεις μικραίνουν προς Smolyan, το τοπίο γίνετε ορεινό, μπαίνουμε στην οροσειρά της Ροδόπης. Οι εικόνες εμπλουτίζονται, το υψόμετρο ανεβαίνει αργά αλλά σταθερά, στο σκηνικό μπαίνει ο ποταμός Άρδας και το όλο πλέον σκηνικό μαγεύει. Στροφές ανοιχτές με πανέμορφο τοπίο στο βάθος και στα δεξιά μας όπου ο Άρδας δημιουργά.
Η οροσειρά της Ροδόπης ανήκει το 83% στην Βουλγαρία και το υπόλοιπο στην Ελλάδα. Ψηλότερη κορυφή το Golyam Perelik στα 2,191 μέτρα που βρίσκετε στα δυτικά της πόλης Smolyan. Η μυθολογία μας λέει ότι το όνομα της το πήρε από την Θρακική βασίλισσα Ροδόπη. Το μήκος της είναι 240 χλμ και είναι γνωστή για τα μεγαλύτερα δάση κωνοφόρων δέντρων.
Δάση, όμορφα ως πανέμορφα ορεινά τοπία συνεχίζουν να μας συνοδεύουν ασταμάτητα. Η βαρεμάρα είναι λέξη και συναίσθημα ανύπαρκτο κι΄ αυτό οφείλεται καθαρά στην υπέροχη αυτή οροσειρά. Με αργές χαλαρές ταχύτητες στους οδούς της Ροδόπης και με το χαμόγελο στα χείλη παρόλο του ότι έχουμε 350 χλμ στα κοκαλάκια μου κυρίως σε ανιαρές διαδρομές, βλέπε από Shipka μέχρι Perperikon, φτάνουμε στην μικρή πόλη Smolyan. Βρίσκουμε δύσκολα το σπιτάκι που νοικιάσαμε αφού μας «πήδηξε» το αγαπητό μαραφέτι μου.
Κατεβήκαμε κέντρο, περπατήσαμε στον πεζοδρόμιο αλλά δεν έλεγε και πολλά παρόλο που η πόλη είναι και χειμωνιάτικος προορισμός για Σκι. Συννεφιά και μια μουντάδα υπερίσχυαν στην μικρή πόλη, μια χειμωνιάτικη ατμόσφαιρα θα την ονόμαζα. Λίγος κόσμος να κινείτε, να περπατά στα πεζοδρόμια, η ζωντάνια έλειπε παντελώς.
Τελευταία μέρα ταξιδιού, πρόγευμα δεν είχαμε στο σπιτάκι που νοικιάσαμε, έτσι, μετά το ξύπνημα, φορτώνουμε και φεύγουμε. Για καλημέρα, γιατί πάλι δεν έδωσα εμπιστοσύνη στο μαραφέτι μου, ανεβαίνουμε υψόμετρο, φτάσαμε μέχρι και 1,800 μέτρα με τον ήλιο να γεμίζει τον ουρανό αλλά με το κρύο να βαράει, στο πάρκο Pamporovo μπήκαμε. Βέβαια δεν φταίω εγώ 100%, το GPS ήθελε να με πάρει από ένα δρόμο που δεν μου πολύ φάνταζε για τον σωστό έτσι πήρα τον πιο «σίγουρο». Το ταξίδι είχε πολλές διαδρομές και δεν μπορούσα να θυμάμαι όλες και επίσης, επειδή το μαραφέτι μου κάποιες λίγες φορές μου έκανε την στραβή και σαν απατημένος ιδιοκτήτης του, μου έμεινε η δυσπιστία.
(Μνημείο Shipka, λόγω ομίχλης, πήρα φώτο από πέρσυ)
(Παρμένες από διαδύκτιο)
Τα κωνοφόρα όντως γεμίζουν τα δάση της Ροδόπης, εδώ πάνω, στο πάρκο Pamporovo δάση πολύ πυκνά δεσπόζουν. Κάτι για πρωινό ακόμα δεν φάνηκε, κατεβαίνουμε πλέον. Μέσα στο ορεινό τοπίο διαπερνώντας χωριά, κυρίως άχαρα και φτωχά με λίγα σημάδια «πολιτισμού» και ευμάρειας, συνεχίζουμε τον γυρεμό για μια Ιθάκη… ένας μέρος ρε παιδιά να πιούμε ένα καφέ σαν άνθρωποι και κάτι για να γεμίσει τα νηστικά μας στομαχάκια. Δεν γυρεύουμε κάτι κυριλέ ή κάτι του δικού μας τύπου, θα λάτρευα να κάτσω με τους ντόπιους σ΄ένα δικό τους ντόπιο καφενείο αλλά δεν μας μέλλει όπως φαίνεται.
Και εκεί που χάσαμε κάθε ελπίδα για καφεΐνη, ένα υπέροχο πέτρινο γεφύρι τύπου Ζαγόρια κάνει την εμφάνιση του, τα απέναντι σπίτια και αυτά υπέροχα και σε παραδοσιακό στυλ κτισμένα, κι΄ εγώ αναμένω τη έπεται για συνέχεια… στην επόμενη στροφή όλα αποκαλύφθηκαν, ένα υπέροχο παραδοσιακό χωριό με πέτρα όλα κτισμένα. Σταματάμε χωρίς δεύτερες σκέψεις για να απολαύσουμε το μαγικό χωριό του Αη Βασίλη, απέναντι μας ένα μικρό μπακάλικο, μπαίνουμε, αρπάζουμε 2 έτοιμους καφέδες και διάφορα κρουασανάκια τύπου 7Days και έξω για να πάρουμε το gourmet πρωινό μας σε μια υπέροχη παραδοσιακή γειτονιά.
Tο χωριό ονομάζεται Shiroka Laka και είναι υπέροχα τοποθετημένο στα 1,205 μέτρα. Καθαρά Χριστιανοί Ορθόδοξοι οι 500 περίπου κάτοικοι του και το χωριό είναι κτισμένο σε αυθεντικό στυλ της ορεινής Ροδόπης. Το έκτισαν Βούλγαροι χριστιανοί τον 17ο αιώνα που ήρθαν εδώ για να αποφύγουν τον εξισλαμισμό.
Καθίσαμε αρκετά γιατί απλά να κάθεσαι εκεί σ΄ένα παγκάκι και να βλέπεις αυτό το υπέροχο χωριό να ζει, είναι μια εμπειρία, μια ακόμη ανάμνηση του δρόμου. Ξεκινάμε επιτέλους, έχουμε καμιά 40αριά χλμ μέχρι το φαράγγι του Trigrad. Η όλη διαδρομή καθόλου ανιαρή και δεν πολυαργεί να φανεί το φαράγγι.
Από αρχής δείχνει πόσο μαγευτικό και ξεχωριστό είναι, ο απίστευτα στενός του δρόμος ανάμεσα σε πανύψηλους βραχώδης «τοίχους» και το ομώνυμο ποταμάκι του να ζωγραφίζει ακόμη πιο φανταχτερά αυτό που ζούσαμε εδώ στο κρύο σκηνικό του φαραγγιού.
Το φαράγγι είναι στα 1,450 μέτρα υψόμετρο, μακρύ γύρω στα 2 χλμ, οι βράχοι έχουν ύψος μέχρι και 350 μέτρα και στενό έως 100 μέτρα.
Η οδήγηση είναι πραγματικά υπέροχη, μοναδικό σκηνικό και σίγουρα δεν το χάνει κανείς εάν είναι στην περιοχή. Εδώ είναι επίσης η σπηλιά «Στόμα του Διαβόλου» που ελκύει αρκετούς, όχι εμένα, γενικά δεν μου αρέσουν επισκέψεις σε σπηλιές. Ο φιδίσιος στενός δρόμος μας οδηγεί στα «καντούνια» του φαραγγιού και ο ίδιος για επιστροφή.
100 χλμ απομένουν για να φτάσουμε Ελλάδα. Ακόμη οδηγούμε ψηλά, πάνω από 1,000 μέτρα υψόμετρο, η Ροδόπη και τα ορεινά της τοπία ακόμα καλά κρατούν, δεν νιώθουμε ανία ούτε και μοναξιά. Διαπερνούμε και το Dospat και είμαστε ακόμα στο ίδιο έργο θεατές. Κατεβαίνοντας πια τα όρη, πολλά μουσουλμανικά χωριά στη διαδρομή και σύντομα… σύνορα Νευροκοπίου, Ελλάδα. Εδώ πλέον είναι και το τέλος, εδώ αισίως τελειώνει το όλο ταξιδιωτικό…!!!
Οι 8 ορεινοί όγκοι κυρίως σε χερσόνησο του Αίμου διαμέσου 9 χωρών, μας κόστισαν 6,500 χλμ συνολικά και ίσως λίγο παραπάνω. Σκοπός ήταν να δούμε, να ζήσουμε και να αποτυπώσουμε στο μυαλό μας τα καλύτερα αυτών των 8 ορών, από Περάσματα – Δάση – Διαδρομές – Λίμνες – Ιστορία και Παραδόσεις.
Προσωπικά μιλώντας, απώτερος σκοπός κάθε ταξιδιού είναι αρκετά πράγματα, από ιστορικό υπόβαθρο μέχρι τα καλύτερα να δουν και να απολαύσουν μάτια και ψυχή μου. Δεν ξεχνώ όμως ποτέ την κουλτούρα και έθιμα κάθε λαού, πάντοτε τα γυρεύω σαν λαγωνικό. Στο ταξίδι αυτό χόρτασα βουνά, όρη και περάσματα, είμαι απόλυτα σίγουρος ότι τα καλύτερα πέρασα και τα είδα και στα σίγουρα έχω αφήσει πίσω κι΄ άλλα για να δω.
Η ομορφιά τους με Μάγεψε, τα τοπία τους με Μαγνήτισαν, οι διαδρομές τους με Συνεπήραν… αυτά Γύρευα, αυτά Έψαχνα, αυτά Αναζητούσα και αυτό θα συνεχίσω να κάνω σ΄όλη μου την Μοτοσικλετιστική Ζωή… ΝΑ ΤΑΞΙΔΕΥΩ !!!